Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑ & Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: ΙΣΤΟΡΙΚΗ & ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΙΣ

 τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ

Ἀπό τόν 6ο αἰώνα ἡ ἀπεικόνισις τοῦ θείου καί ἡ λατρεία τῶν εἰ­κόνων εἶχε γίνει κάτι τό φυ­σιολογικό στόν πληθυ­σ­μό τῆς Αὐ­το­κρατο­ρίας. Οἱ Ἕλληνες εἶχαν ἀντικαταστήσει τούς θεούς μέ τούς ἁγί­­ους καί ἡ προσκύνησις “θαυματουργῶν” εἰκόνων καί λει­ψά­νων εἶχε κα­ταστῆ κοινός τόπος. Ὅπως γράφει ἡ Αἰκ. Χριστο­φι­λο­πού­­λου: «Εἰς τήν ἑλληνο-λατινικήν Δύσιν καί τάς μικρασιατικάς παραλίους περιοχάς μέ πληθυσμόν παλαιόθεν ἑλληνικόν ἤ ἀπο­λύτως ἐξελληνισμένον ἡ χριστιανική εἰκονογραφία διεδόθη καί ἐπε­βλήθη ἐνωρίς».[1]

Βέβαια στά λαϊκότερα στρώ­ματα καί σέ ἀπαίδευτους μονα­χούς ἀναπτύχθηκε μία ὑπερβο­λή καί «δει­­σι­δαίμονες προ­­λή­ψεις συν­εδέθησαν μέ τήν προ­σκύ­νη­σιν τῶν εἰκό­­νων», ὅπως π.χ. «κα­τά τήν βάπτισιν ἔλάμβανον τήν εἰ­­κό­να εἰς τήν θέσιν τοῦ ἀναδόχου, ἀ­πέ­ξεον χρῶμα καί τό ἀνε­μί­γ­νυον εἰς τήν θείαν μετά­ληψιν ἤ τό με­τεχει­ρίζοντο διά θε­­ρα­πευ­τι­κούς σκο­­πούς».[2]

Σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ αὐτά, ἦσαν οἱ “μονοφυσιτικές” Συρία, Πα­λαι­στίνη καί Αἴγυ­πτος ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ἀνεικο­νι­κή ἀντίλη­ψις περί θείου.[3] Καί ὁ Λέων Γ’ εἶχε γεννηθεῖ στήν Συρία καί πε­ρά­σει τά ἐφηβικά του χρό­­­νια στήν Ἰσαυρία, «ὅπου οἱ μο­νο­φυ­σίτες καί οἱ Παυ­λικιανοί, ἰδιαί­­τερα ἰσχυροί στήν περιοχή αὐ­τή, εἶχαν ἔνα­­ντι­ω­θεῖ στίς εἰ­κό­νες».[4]

Λέων Γ’: Ἡ ἀρχή τῆς Εἰκονομαχίας

 Τό 726 ἔγινε μία ἔκρηξις τοῦ ἡφαιστείου τῆς Θή­ρας πού ὁ Λέ­ων Γ’ ἀπέδωσε στήν θεία ὀργή γιά τήν λατρεία τῶν εἰ­κό­νων. Διέ­­ταξε «βασιλικούς ἀνθρώπους» μέ ἐπικεφα­λής ἕναν σπαθαρο­καν­διδάτο (βαθμός ἀξιω­μα­τικοῦ), νά ἀντι­κα­τα­στήση τήν εἰκό­να τοῦ Χριστοῦ στήν Χαλκή Πύλη τοῦ Πα­λα­τί­ο­υ, μέ ἕνα «τρι­σό­λ­βιο τύπο τοῦ σταυροῦ». Ἡ λαϊκή ὀργή ξέσπασε καί τό πλῆθος σκό­τω­σε τόν σπα­θα­ρο­κανδι­δά­το! Κατόπιν αὐτοῦ, ὁ Λέων προ­σπά­θη­σε νά κινηθῆ μέ κάποια με­τριο­πάθεια: Ἔδωσε ἐν­τολή νά το­πο­θετηθοῦν οἱ εἰκόνες σέ ὑψη­λά σημεῖα ὥστε νά μή μπο­ροῦν νά τίς προσκυνοῦν οἱ πιστοί.

Ἡ ἀντίδρασις δέν ἄργησε: Τό Ἑλλαδικό Θέμα ἐπαναστάτησε καί μέ διοικητή τόν τουρ­μάρχη γαλλιανό, μία «μορφή γενναία καί ἡρωϊκή»[5] κατέπλευσε στίς 18 Ἀπριλίου 727 στήν Κωνσταντι­νούπολι στόλος Ἑλλα­δι­κῶν καί Κυκλαδικῶν πλοίων, τά ὁποῖα ὅμως ὁ Λέων Γ’ ἐξόντωσε μέ Ὑγ­ρόν Πῦρ. Ὁ Ἀγαλλιανός «ἔνοπλος ἑαυτόν ἐπόντωσεν».[6]

Ὅπως γράφει ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Ἦτο φανερόν ὅτι ἡ αὐτοκρατορική πρωτοβουλία προσέκρουεν εἰς τό κοι­νόν αἴσθημα καί ἴδια τοῦ λαοῦ τῆς πρωτευούσης καί τοῦ πλη­θυσμοῦ τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐπαρχιῶν».[7]

Ὁ Λέων Γ’ γνώριζε ὅτι δέν μποροῦσε νά συγκαλέση Οἰκουμε­νι­­κή Σύνοδο. Οὔ­­τε ὁ Πατριάρχης Γερμανός Α’, οὔτε ὁ πάπας τῆς Ρώ­μης Γρηγό­ριος συμφωνοῦσαν μα­ζί του. Στίς 7 Ἰα­νου­­α­­ρίου 730 λοιπόν συγκάλεσε ἕνα ἁπλό «Σι­λέντιον»[8] γιά νά ἐπιβάλη τίς ἀ­πό­­­­ψεις του. Ὅμως ὁ Πατριάρχης Γερμανός Α’ μέ σθέν­ος τοῦ δή­λω­σε «χωρίς γάρ οἰ­κου­μενι­κῆς συνόδου καινοτομῆσαι πί­στιν ἀδύνα­τόν μοι, ὤ βασι­λεύ».[9] Μόλις 15 ἡμέρες μετά ὁ Πατριάρχης ἀντι­κα­τα­στά­θη­κε ἀπό τόν πα­­τριαρχικό σύγκελλο Ἀναστάσιο.

Ἀκο­λού­θη­σε διάτα­γ­μα καταστροφῆς τῶν εἰκό­νων καί διώ­ξε­ως τῶν εἰκο­νο­λατ­ρῶν. Ἀμέσως ἐξεγέρθηκαν ἡ Ραβέν­να καί ἡ Νε­άπολις. Τό 732 συγκλήθη­κε Σύνοδος στήν Ρώμη πού καταδί­κα­σε τό διάταγ­μα διώξεως τῶν εἰκόνων καί ἀναθεμάτισε τόν Λέο­ντα ὡς αἱρετι­κό. Ἐκεῖνος ἀντέδρασε διατάσσοντας τήν φυλάκισι τῶν ἀπε­στα­λ­μέ­νων τοῦ πάπα. Κατό­πιν ἀπέσπα­σε ἀπό τήν δικαιο­δο­σία τῆς Ρώ­μης τίς ἐπαρ­χίες Κά­τω Ἰταλίας, Σικελίας, Καλαβρί­ας καί πρώην Ἰλλυρι­κοῦ καί τίς ὑπή­γα­γε στό Πατριαρχεῖο Κωνστα­ντινουπόλεως. Αὐτό ὅμως ἔκανε τούς πάπες νά στραφοῦν γιά ὑποστήριξι πρός τούς Φράγκους, ὅπως θά δού­με…

Ὅπως ἀναφέρει ὁ Warren Treadgold, ἤδη «σέ πολιτικό ἐπίπεδο, ἡ Εἰκονομαχία φάνταζε ὡς ἀποτυχία».[10] Φαίνεται ὅτι ὁ Λέων Γ’ τό συνειδητοποίησε καί ἀπέφυγε νά προβῆ σέ ὁποιαδήποτε περαι­τέ­ρω εἰ­κο­νο­­μαχική ἐνέργεια.

Ὁ Λέων Γ’ πέθανε στίς 18 Ἰουνίου 741. Ἀπέ­κρου­σε ἐ­πι­­­τυχῶς τήν πολιορκία τοῦ 717 - 718 -βασιζόμενος καί στήν προ­­­­πα­ρασκευή πού εἶχε κάνει ὁ Ἀναστάσιος Β’- ἀλλά ἀπέδειξε τήν ἀξία του καί στήν μάχη τοῦ Ἀκροϊνοῦ. Ἰσχύει γενικότερα ὁ με­τρημένος χαρακτηρισμός τοῦ Warren Treadgold: «Ἄν καί ὄχι σπου­δαῖος, ὑπῆρξε καλός ἡγεμόνας».[11] Ὄντως, ὑπῆρξε ἐκεῖνος πού ἔσω­σε τήν Αὐτο­κρα­τ­ορία, ἀλλά καί ἐκεί­νος πού τήν δίχα­σε.

Λέων Γ’

Κωνσταντῖνος Ε’: Ἡ ἔξαρσις τῆς Εἰκονομαχίας, ἀπώλεια τοῦ Ἐξαρχάτου τῆς Ραβέννας καί τό πρώτο πα­πικό κράτος

Ὁ Κωνσταντῖνος Ε’ ἀμέσως το­πο­θέτησε στίς μητροπόλεις καί τίς ἐπι­σκοπές εἰκο­νο­μά­χους. Ἀπό τίς 10 Φεβρουαρίου μέχρι τίς 8 Αὐγούστου 754 συγκάλεσε τήν λεγόμενη Σύνοδο τῆς Ἱέρειας[12], χωρίς ἐκπροσώπους τῆς Ρώμης, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντοχείας καί τῶν Ἱεροσολύμων. Ἡ Σύνοδος τά­χ­θη­­­κε ἔνα­ντι­ον τῶν εἰκόνων[13], χωρίς ὅμως νά ταυτισθῆ μέ τίς ἀκ­ραί­­ες θέσεις τοῦ Αὐτοκράτορος. Ἡ Σύνοδος ἐκείνη ἀπεκλήθη καί “ἀκέφαλος σύ­νο­δος” διότι δέν παρευρέθη κανένας πατριάρχης. Παράλληλα, ἀναθεμα­τί­­σθη­καν οἱ κυριότεροι ἐκπρόσωποι τῆς εἰκονόφιλης παρατάξεως μέ κο­ρυφαῖο τόν Ἰωάννη Δαμασκηνό ὁ ὁποῖος μέσα ἀπό τήν πλα­τω­νι­κή παιδεία του ἐστήριξε τήν προσκύνησι τῶν εἰκόνων.[14]

Στίς 29 Αὐγούστου 754 δημοσιεύθηκαν οἱ ἀποφάσεις. Ὁ Vasi­li­ev γράφει τό τί ἐπακολούθησε: «Οἱ εἰκόνες κομματιάζονταν, καίγο­ν­ταν, ἐπιζωγραφίζονταν καί ἐξετίθεντο σέ διάφορες προσβολές. Ι­δι­αί­­­τερα βίαιος ὑπῆρξε ὁ διωγμός τῆς λατρείας τῆς Θεοτό­κου… χά­θη­­­­καν πολλά ἀξιόλογα ἔργα τέχνης. Ὁ ἀριθμός τῶν εἰκο­νο­γρα­φη­μέ­­­­­νων χειρογράφων πού καταστράφηκαν ὑπῆρξε ἐπίσης μεγά­λος».[15]

Ἐπί Κωνσταντίνου Ε’ ἡ Εἰκονομαχία συνδέθηκε μέ τήν ἀ­νε­­­­λέ­­ητη δίωξι τοῦ μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ὄντως λάβει ἐν­δη­­­­μι­κές διαστάσεις. Πράγματι, ὅπως γράφει ὁ Vasiliev «…ἡ Αὐτοκρατορία ἔ­χα­νε ἀπα­ραί­­τη­τες γιά τόν στρα­τό, τή γεωργία καί τή βιομηχανία της, δυνά­μεις».[16] Οἱ μοναχοί ἄρχισαν νά διώκονται, νά ἐξευτελίζονται, νά κα­­­κο­ποι­οῦνται, νά διαπομπεύονται στόν Ἱππόδρομο «ἐμπ­τυ­ό­­με­­­νοι καί ὑβ­ρι­­ζόμενοι» κρατώντας ἀπό τό χέρι μία καλόγρια καί νά ἐκβι­ά­ζο­νται νά ἀποβάλουν τό μο­να­­χι­κό σχῆμα καί νά νυμ­φευ­θοῦν ἤ νά τυ­­φλωθοῦν καί νά ἐξο­ρι­σ­θοῦν! Ἡ περιουσία τῶν μονῶν δη­μεύ­­θη­­κε καί ὅλα τους τά ἱερά σκεύ­­η, τά κτήματά τους καί τά ὑπά­ρχοντά τους κατασχέ­θη­καν ἀπό τό Κράτος. Οἱ περισ­σό­τερες μο­νές ἐρήμωσαν ἤ μετα­βλή­­θη­­­καν σέ στρα­τῶνες. Ἀπο­κορύφωμα τῶν διω­γμῶν ὑπῆρξε ἡ στυ­γνή δολοφονία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Αὐ­ξεντίου, Στεφά­νου τοῦ Νέου τό 767.

Κατά τίς ἐκτιμήσεις, περίπου 50.000 διωχθέντες καί πρόσφυ­γες μετακόμισαν στίς ἑλληνόφωνες Νότιο Ἰταλία καί Σικελία. Ἐκεῖ ἱδρύθη­κε πλῆθος νέων μοναστηριῶν καί σχολείων πού δη­μι­ού­­ργη­σαν «νέ­α κέντρα ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ».[17]

Παραβιάζοντας ἀκόμη καί τίς ἀποφάσεις τῆς σύνοδου τῆς Ἰέ­ρει­ας, ὁ Κωνσταντῖνος Ε’ ἀπαγόρευσε τήν προσκύ­νη­σι τῶν λει­ψά­νων, τήν λα­τρεία τῶν Ἁγίων καί ἀκόμη καί αὐ­τῆς τῆς Πα­να­γίας: Κατά Θεοφάνη «Καί εἰ πού τίς… ἀφῆκε φωνήν “Θεοτόκε βοήθει”… ὡς ἐχθρός τοῦ βασιλέως ἐκολάζετο…».

Τό 766 κα­­­­­θαι­­ρεῖ καί δια­­πο­­μ­πεύει τόν Πατριάρχη Κωνσταντῖνο Β’ (πού ὁ ἴδιος εἶχε ἐ­πι­­βά­­­λη) καί κάνει Πατριάρχη τόν εὐ­νοῦχο ἱερέα σλαυ­ϊ­κῆς κα­τα­γωγῆς, Νικήτα! Ὁ τελευταῖος ἐνέτεινε τούς διω­­γ­μούς.

Σόλιδος  Κωνσταντίνου Ε’

Ὁ Κωνσταντῖνος Ε’ ἀπεδείχθη ἱδιαίτερα, ἱκανότατος στρα­τηγός, ἐπέφερε ἀλλεπάλληλες νίκες κατά Ἀρά­­­βων καί Βου­λγάρων. Παρά τίς ἐπιτυχίες του ὅμως, ἀδια­φόρησε παντελῶς γιά τίς δυτικές βυζαντινές κτήσεις. Οἱ εἰκονοκλαστικές ἐμμονές του ὁδήγησαν τότε τήν Ρώμη νά στρα­­φῆ πρός τούς Φράγ­κους!

Ὁ πάπας Στέφανος Β’ στράφηκε γιά βοήθεια στόν βασι­λέ­α τῶν Φράγκων Πιπίνο Βραχύ.[18] Τό 754 τοῦ ἔδωσε τόν τίτλο τοῦ “πατρικίου τῶν Ρωμαίων”. Μάλιστα σέ ἄλλη­λο­γρα­φία του πρός τόν Πιπίνο, ὁ πάπας χαρακτήριζε τόν Κωνσταντῖνο Ε’ «βα­­σι­λέα τῶν Ἑλλήνων, ἄσπονδον ἐχθρόν τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκ­κλη­­σί­ας». Ὁ Πιπίνος κατέλαβε ὅλα τά ἐδάφη καί παρεχώρησε τήν Ραβέννα καί τήν Πεντάπολι στόν πά­πα τῆς Ρώμης![19] Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι τό ἔτος 756 θεω­ρεῖται τό ἔτος ἱδρύσεως τοῦ πρώτου πα­πικοῦ κράτους!

Ἡ μονοδιάστατη εἰκονομαχική πολιτική τοῦ Κων­­σταντίνου Ε’ ὁδηγοῦσε στήν ὁριστική ἀπώλεια τοῦ Ἐξαρχά­του τῆς Ραβέννας -ἕδρα βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καί ἐπιρ­ροῆς στήν κεντρική Ἰτα­­λία- καί στήν ὁριστική στροφή τῆς Ρώμης πρός τούς Φράγ­κους

Λέων Γ’ καί Κωνσταντῖνος Ε’: Δύο μεγάλοι ἀμφιλεγόμενοι

Τόσο ὁ Λέων Γ’ ὅσο καί ὁ υἱός του Κωνσταντῖνος Ε’ ὑπῆρξαν δύ­ο ἱκανοί στρατιωτικοί Αὐτοκράτορες. Ἐάν πάντως ὡς στρατιωτικοί ἔσωσαν τήν Αὐτο­κρα­­­­­­το­ρία, ὡς πολιτικοί ἡγέτες ὑπῆ­­ρξαν αὐτοί πού τήν δί­χα­σαν. Ὡς ἐξελ­λη­νι­σμέ­νοι Σύριοι διαπαιδαγωγήθηκαν μέ τίς δο­ξα­σίες τοῦ “μο­νο­φυσιτι­σμοῦ[20] (καί τοῦ “μανιχαϊσμοῦ”) πού μέ τήν σειρά τούς ἦταν ἐπη­ρεα­σμένες ἀπό τήν ἀνεικονική ἀντί­λη­ψι πε­ρί θείου πού εἶχε ἰσχύ κατά τόν Paul Lemerle «στούς μονοφυ­σί­τες, στούς Ἀρμε­νίους, σέ πολυάριθμες αἱρε­τικές ὁμάδες τῆς Μι­κρᾶς Ἀσίας πού ὀνο­μά­ζονταν παυλικιανοί ἤ μανιχαῖοι, στούς Ἰου­δαί­ους καί τέλος στό Ἰσλάμ».[21] Ὅπως γρά­φει ὁ Ostrogorsky: «Ἡ εἰ­κο­νοκλαστική διδα­σκα­­­­­λία συγγε­νεύ­­ει στήν ἀκραία διατύπωσή της μέ τό μονο­φυ­­­­σι­τισ­μό».[22] Αὐτή ὑπῆρξε ἡ θεωρητική βάσις τῆς Εἰ­κο­νο­μα­­χίας.

Δέν εἶναι ἀπορίας ἄξιον ὅτι ἰδίως ἡ ἐποχή τοῦ Κων­στα­ντίνου Ε’ «διατηρήθηκε στή μνήμη τῶν μεταγενέστερων σάν ἐπο­χή τῆς πιό ὠμῆς τρομοκρατίας»[23] καί μέ μῖσος τοῦ ἔδωσαν τόν ὑπο­­τ­ι­μη­τικό χαρακτηρισμό τοῦ «Κοπρώνυμου».[24]

Παρά ταῦτα ἡ Ἱστορία ὀφείλει δικαιοσύνη στόν Λέοντα Γ’ καί τόν Κωνσταντῖνο Ε’ καί γιά τά ἐπιτεύγματά τους. Καί ἡ Ζ’ Οἰκου­μενική Σύνο­δος τοῦ 787, πού -ὅπως θά δοῦμε- ἀναστήλωσε τίς εἰκό­νες, τούς ἀπέδωσε αὐτήν τήν δικαιοσύνη μέ τήν ἑξῆς περικοπή:

«…ἔδει μᾶλλον αὐτοῖς τάς ἀνδρείας τούτων ἐξειπείν, τάς κατά τῶν πο­λε­­μίων νίκας, τάς βαρβαρικάς ὑποπτώσεις… τήν τοῦ ὑ­πη­­κόου πε­­ριποίησιν, τάς βουλάς, τά τρόπαια, τάς κοσμικάς συ­στάσεις, τάς πολιτικάς καταστάσεις, τάς τῶν πόλεων ἐπανο­ρ­θώ­σεις, αὖται ἀξιεπαίνετοι βασιλεύσιν εὐφημίαι…».[25]

Εἶναι μάλιστα γεγονός, ὅτι ὅταν ἀργότερα -τό 813- οἱ Βούλγαροι τοῦ Κρούμμου ἐξαπέλυαν ἐπιθέσεις, οἱ κάτοικοι τῆς Πόλεως σέ λιτανεία στόν ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων φώναζαν στόν τάφο τοῦ Κωνσταντί­νου Ε’ «ἀνάστηθι καί βοήθησον τή πολιτεία».

Ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἡ α’ ἀναστήλωσις τῶν εἰκόνων: Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία

Τόν Κωνσταντῖνο Ε’ διαδέχθηκε στόν θρόνο ὁ υἱός του Λέων Δ’. Νυμφεύθηκε τό 769 τήν Εἰρήνη Σα­ρανταπή­χαι­να πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀθήνα.[26] Ὁ Λέων Δ’ ἦταν μέν εἰκονομάχος ἀλλά πολύ πιό ἤπιος. Ὑπό τήν ἐπιρρ­οή τῆς Εἰ­ρή­νης, στίς 14 Σε­πτε­μ­­­βρί­­ου τοῦ 780 κατέπαυσε τόν διωγμό τῶν εἰ­κονολατρῶν καί ἐπέ­τρεψε σέ πολλούς μοναχούς νά ἐπιστρέ­ψουν στά μοναστή­ρια τούς. Πέθανε πρόωρα στίς 8 Σεπτεμβρίου 780. Τόν δια­δέ­χθηκε ὁ υἱός τοῦ Κωνσταντῖνος ΣΤ’ ὁ ὁ­ποῖ­­ος ἦταν μόλις 10 ἐτῶν.

Ἔτσι «ἐπίτροπός» του ἔγινε ἡ μητέρα του Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἡ ὁποία ὑπῆρξε μία ἀπό τίς ἰσχυρότερες πολιτι­κές προσωπικότητες τοῦ 8ου αἰῶνος καί ἀσκοῦσε τήν βασιλεία ἐξ’ ὀνό­μα­τός του. Ἡ ἑλληνίδα ἀρχόντισσα εἶχε ἀναμφισβή­τη­τα χαρίσματα καί εὐφυία. Ἀφοῦ ἀπάλλαξε τήν Ἑλλάδα ἀπό τήν σλαυϊκή ἀπειλή, τόν Μά­­ϊο τοῦ 784 ἡ Εἰρή­νη πραγματοποίησε περιοδεία στήν Μακε­δο­νία καί τήν Θράκη, μαζί μέ τόν ἀνήλικο υἱό της καί ἐπιδόθηκε σέ πολλά ἔργα κοινῆς ὠφελείας καί στήν ἀνοικοδόμησι τῆς Βε­ροί­ας (πού πρός τιμήν τῆς μετονομάσθηκε σέ Εἰρηνούπολι), τῆς Φι­λιπ­που­πό­λεως καί τῆς Ἀγ­χιάλου.[27]

Ὅπως παραδέχεται ὁ ἀρ­νη­­τικά δια­κεί­μενος ἀπέναντί της Char­les Diehl «ἦταν βα­σι­κά πο­λιτικός, φι­λό­δοξη καί ἀ­φο­­­σιω­με­νη…».[28] Ἀνέθεσε τόν θρόνο τοῦ Πα­τριά­ρχη στόν “πρωτο­α­ση­­κρήτη” Ταρά­σιο τόν ὁποῖον ἡ Αἰκ. Χρι­στο­φιλοπούλου θεωρεῖ «πεπαιδευ­μέ­νον, μετριοπαθῆ, μέ πολιτικόν αἰσθητήριον, γνῶσιν τῶν κρατικῶν συμφερόντων, πρόθυμον νά συμβάλη εἰς τήν συνεργασίαν κράτους καί ἐκκλησίας».[29] Ἡ ἐπιλογή ἦταν ἄριστη γιά τήν ἀντι­μετώ­πιση τῶν ἀκραῖων πτερύγων ὄχι μόνο τῶν εἰκονο­μά­χων, ἀλλά καί τῶν φανατικῶν τῆς ἄλλης πλευρᾶς, τῶν «Ζηλω­τῶν»[30], πού ἐπε­δί­ω­καν ἀπαλ­λαγή τῆς Ἐκκλησί­ας ἀπό τό Κράτος. Ὁ πάπας τῆς Ρώ­μης Ἀδριανός ἀμέσως ἀναγνώρισε τόν νέο Πατριά­ρχη.

Στίς 24 Σεπτεμβρίου 787 ξεκίνησαν οἱ ἐργασίες τῆς Ζ’ Οἰκου­με­νικῆς Συνόδου στήν Νίκαια. Γιά εὐνόητους λόγους ἡ Εἰρήνη ἐπέλεξε τήν Νίκαια στήν ὁποία εἶχε συγκληθεῖ καί ἡ Α’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τόν Μεγάλο Κωνσταντῖνο Α’.

Μέχρι τίς 13 Ὀκτωβρίου 787, ἔ­γι­ναν συνολικά 7 συνεδριάσεις της καί συμμετεῖχαν 350 ἐπί­σκο­ποι. Ἐπίσης ἐκπροσωπήθηκε ὁ πάπας μέ δύο ἀποκρισά­ριους. Ἡ τε­λευταῖα πανηγυρική συνεδρία ἔλαβε χώρα στίς 23 Ὀκτωβρίου 787 στό Ἀνάκτορο τῆς Μαγναύρας. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τήν εἰ­κο­νο­μαχία ὡς αἵρεσι καί ἀνα­στή­λωσε τίς εἰκόνες, ἐπεξηγώντας με­τα­ξύ ἄλλων «…ἡ γάρ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον δια­βαί­νει καί ὁ προ­σκυνῶν τήν εἰκόνα, προσκυ­νεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγρα­φο­μένου τήν ὑπόστασιν».

Οἱ ἀποφάσεις διακρί­θη­καν γιά τήν με­τρι­ο­πά­θεια, τήν ἐμπεριστατωμένη δογμα­τι­κή ἐπιχειρη­μα­το­λο­γία καί τό συμ­φι­­­λιωτικό πνεῦμα. Ὅλοι οἱ “εἰκο­νο­­μάχοι” ἐπίσκο­ποι θά διατη­ρού­σαν τίς θέσεις τούς ἀρκεῖ νά ἀπεδέ­χοντο τίς ἀπο­φά­­σείς της.

Ζ’ Οἰκου­με­νική Σύνοδος Νικαίας

Ὁ Λέων Ε’ ὁ Ἀρμένιος καί ἡ β’ εἰκονομαχική ἔριδα 

Μετά τήν δραματική βασιλεία τοῦ Νικηφόρου Α’ (802 - 811)[31] καί τήν ἀνατροπή τοῦ Μιχαήλ Α’ Ραγκαβέ, τήν ἐξουσία κατέλαβε ὁ συνομώτης Λέ­ων ὁ Ἀρμένιος. Τό 815 ὁ Λέων Ε’ ἐκδήλωσε τά εἰκονομαχικά του αἰσθήματα καί ζήτησε ἀπό τόν Πατριάρχη Νικηφόρο Α’ τήν καταστροφή τῶν εἰ­κόνων. Ὅμως ὁ Πατριάρχης ἀντιτάχθηκε καί παραιτήθηκε.

Ὁ Λέων Ε’ ἀνέθεσε τόν πατριαρχικό θρόνο στόν εἰκονομάχο Θε­όδοτο Κασσιτερά ἤ Μελισσηνό, ὡς Θεόδοτο Α’. Ὑπό τήν προε­δρία τοῦ τελευταίου συγκλήθηκε ἡ «ληστρική» Σύνοδος τῶν Βλα­χερνῶν, ἡ ὁποία ἀναίρεσε τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ' Οἰκουμενικῆς Συ­νόδου, ἀφόρισε τούς προκατόχους Πατριάρχες καί καταδίκασε πάλι τίς εἰκόνες.

Ὅπως γράφει ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Ὅλαι αἱ πληροφορίαι συγκλίνουν περί τοῦ πενιχροῦ θεολογικοῦ ὑποβά­θ­ρου της τῆς δευτέρας εἰκονομαχικῆς συνόδου, ὡς καί τῆς ἑλλείψε­ως γε­νι­κωτέρου θεωρητικοῦ ἐνδιαφέροντος ἀπό πλευρᾶς εἰκονομά­χων».[32] Ὁ Λέων δέν ἀρκέσθηκε σέ αὐτό. Τίς κατάστρο­φες τῶν εἰ­κό­νων ἀκολούθησαν νέοι διωγμοί τῶν εἰκονοφί­λων. Ἀλλά καί νέ­ες ἀκρό­τητες ὅπως ἡ ἀπαγόρευσις ἀκόμη καί τοῦ ἀνάμματος κε­ριῶν, τοῦ θυμιάματος καί τῆς προσφορᾶς λιβα­νιοῦ!

Ἀνήμερα τῶν Χρι­στου­γέν­νων τοῦ 820 ὅμως, ὁ στρατηγός Μιχαήλ, ἀνέτρεψε καί ἐκτέλεσε τόν Λέοντα Ε’. Ὁ στρατηγός Μιχαήλ ἀναγορεύθηκε Αὐτοκράτωρ ὡς Μιχαήλ Β’. Καταγόταν ἀπό τό Ἀμόριο τῆς Φρυγίας, πατρίδα τοῦ Αἰ­σώ­που.[33]

Ὁ Μιχαήλ Β’ τήρησε μία πολύ ἀσαφῆ στάσι στό θρησκευ­τι­κό ζήτημα. Ἀνακάλεσε εἰκονο­φί­λους ἐξορί­στους ἀλλά διατήρησε τό εἰ­κονομαχικό καθεστώς. Δή­λω­σε ὅτι θά μείνη ἀμέ­το­χος στήν δια­μά­χη, χωρίς νά πάρη θέσι ὑπέρ ἤ κατά τῶν εἰκόνων καί ὅτι με­τά τήν ΣΤ’ Οἰ­κουμενική Σύνοδο δέν ἀναγνω­ρί­ζει ἄλ­λη. Τόν Μιχαήλ Β’ διαδέχθηκε ὁ υἱός του Θεόφιλος, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νά εἶναι ὁ τελευταῖος εἰκονομάχος Αὐ­το­κράτωρ. Tό 832 ἀπα­γο­ρεύθηκαν μέ διάταγμα γιά ἀκόμη μία φορά οἱ εἰκόνες, διώχθηκαν οἱ μοναχοί ἐνῶ κατήργησε ἀκόμη καί τούς Ἁγίους! Τό 833 ἀνα­γό­ρευσε τόν εἰκονομάχο διδάσκαλό του Ἰωάννη Γραμματικό, Πα­τρι­ά­­ρχη.

Ὁ ἐνδιαφέρον καί ἀντιφατικός Αὐτοκρά­τωρ Θεό­φι­­λος, πέ­θανε στίς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 842…

Ἰωάννη Δαμασκηνός: μέσα ἀπό τήν πλα­τω­νι­κή παιδεία του στήριξε θεωρητικά τήν προσκύνησι τῶν εἰκόνων

Ἡ Θεοδώρα καί ἡ τελική νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας

Τόν Θεόφιλο διαδέχθηκε ὁ υἱός του, Μιχαήλ Γ’ ὁ ὁποῖος ὅμως ἦταν τότε μόλις ἕξη ἐτῶν. Ὁρίσθηκε λοιπόν ἐπιτροπεία μέ πρώτη τήν μητέρα του Θεοδώρα καθώς καί τόν ἀδελφό της Βάρδα, τόν Σέ­ργιο Νικητιάτη καί τόν Λογοθέτη τοῦ δρόμου Θεόκτιστο.

Θεοδώρα ἦταν κόρη τοῦ δρουγγάριου Μαρίνου καί τῆς Θεοκτί­στης Φλωρίνας. Καταγόταν ἀπό τήν Παφλαγονία Μι­κρᾶς Α­σί­ας καί ἦταν θερμή ὑποστηρίκτρια τῶν εἰκό­νων.[34]

Πρωταρχικός σκοπός της ἔγινε ἐξ’ ἀρχῆς ἡ ὁριστική ἀποκα­τά­στα­σις τῶν εἰκό­νων «πρός μεγάλη χαρά τῆς μεγάλης πλειοψηφίας τῶν ὑπηκόων της».[35] Στίς 14 Φεβρουαρίου νέος Πατριάρχης ἀνέ­λα­βε ὁ Μεθό­διος Α’ ὁ Ὁμολογη­τής καί σχεδόν ἀμέσως, οἱ εἰ­κό­νες στό­λισαν καί πά­­λι στήν Ἁγία Σο­φί­α.

Στίς 19 Φεβρουαρίου 842, ὁ νέος Πατριά­ρχης συγκάλεσε το­πι­­κή Σύ­νο­δο περιορισμένης συνθέ­σεως ἡ ὁποί­α ἀποκατέστησε τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συ­νόδου, ἀναστήλωσε τίς εἰ­κό­νες καί ἀναθεμάτισε τούς εἰ­κονομάχους.

Στίς 11 Μαρτίου 842 σέ πα­νηγυρική τελετή ἑο­ρτάσθηκε τό γε­γο­νός μέ μεγάλη πομπή καί λι­τανεία, ἐνῶ στό τέλος μνη­­μο­νεύ­θη­καν ὅλοι οἱ «ἀθληταί» τῆς ὀρ­θο­δόξου πίστεως.

Ἡ ἑορτή ἔγινε ἐτήσια ἔκτοτε, μέ ὁλονύ­κτια λει­του­­ργεία στήν Πα­­ναγία τῶν Βλα­χερνῶν καί λιτανεία στήν Ἁγία Σο­­φία, πα­­ρουσία τοῦ Αὐτοκρά­τ­ορος. Πρόκειται γιά τήν ἑορτή τῆς Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν πρώτη Κυριακή τῶν νηστειῶν, σέ ἀνάμνησι τοῦ γεγονότος τῆς ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων.

Παράλληλα, ὁ Πα­­τριάρχης Με­θόδιος Α’ ἀνα­κοί­νωσε στούς ἐπισκόπους τίς ἀπο­φάσεις καί ὄ­σοι τίς ἀποδέχθηκαν παρέμειναν στήν ἕδρα τους, ἀνε­ξαρτήτως τῆς μέχρι τότε στάσεώς τους.

Ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου ἐπιση­μαίνει: «Ἐκ­­πλήσσει ἡ τα­χύτης καί ἡ ὁμαλότης μεθ’ ἤς ἐπή­λ­θεν ἡ μεταβολή», καί τό γε­γο­νός ἀποδίδει στό ὅτι οἱ ἀναστηλωτές «ἐτά­­χ­θησαν ὑπέρ τοῦ ἐνσα­ρκού­ντως τήν ἑλλη­νι­κήν πνευματικότητα θρησκευτικοῦ ρεύμα­τος».[36]

Θεοδώρα: Ἡ ἀναστηλώτρια τῶν εἰκό­νων

“Μεταρρύθμισις” ή “Πουριτανισμός”; πραγματικός χαρακτήρας τῆς Εἰκονομαχίας

Ὑπάρχει καί ἡ ἄποψις ὅτι ἡ Εἰκονομαχία ἦταν στήν πραγμα­τι­κό­­τη­τα μία εὐρεία “Μεταρρύθμισις”, μέ κοινωνικές καί πολιτι­κές προ­­εκτάσεις.[37] Ἡ θεωρία αὐτή ἔχει τίς ρίζες της σέ Γερμανούς “προτεστάντες” πού ἐπεδίωξαν νά παρουσιάσουν τήν Εἰκονομαχία ὡς ἕναν πρώϊμο “Λου­­­θηρανι­σμό”. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι πρῶτος πού διε­τύ­πω­σε αὐτήν τήν θεωρία τό 1679 ὑπῆρξε ὁ Ἰησουίτης μοναχός L. Maim­bourg στό ἔργο του «Histoire de Heresie des Iconoclastes, et la tradition de l’ Em­pire aux Francois».

Ὅμως ἡ «Ἐκ­­λογή» τοῦ Λέ­οντος Γ’, περιεῖχε μέν κά­­­­ποιους νε­ω­­τε­ρι­σμούς ἀλλά καί “ἀνα­τολικές” ἐπιρ­ρο­ές. Καί ἀν­τα­­­ποκρί­θη­­κε κυρίως στήν ἀνά­γκη μίας νομο­θε­σίας ἐξ’ ὁλο­κλήρου στά ἑλλη­νι­κά, παρά στό πνεῦμα μίας μεταρ­ρυ­θμί­σεως. Ὁ δέ Κων­­­στα­­ντῖνος Ε’ δέν ἐπέδειξε μεταρρυθμιστι­κό πνεῦμα, ἀλ­λά θρη­­σκευτικό φα­να­τισμό[38].

Οἱ Αὐτοκράτορες εἶχαν ὅλην τήν ἐ­ξου­­σία νά δημεύσουν κτή­ματα τῶν μονῶν καί νά περιορίσουν τόν μοναχισμό χωρίς νά προ­­βοῦν σέ τόσες ἀκρότητες, χωρίς νά δη­­­μι­ου­­­ργ­ή­σουν θεολογικά ζη­τήματα, χωρίς νά διχάσουν τόν λα­ό. Ὅπως γρά­φει ὁ κα­θη­γητής Μί­λτων Ἀνά­στος: «…εἶναι ἀ­ναμ­φισβή­τη­­το ὅτι ὁ βυζα­ντι­­νός αὐ­το­κρά­­τορας μπο­­ροῦσε νά κα­τά­­σχει ἤ νά δε­σ­μεύ­ει κάθε εἴ­δους πε­ριου­σία, πο­λι­τική ἡ ἐκκλησια­στι­­κή, χωρίς νά εἶναι ὑποχ­ρε­ω­μένος νά κρυ­­φτεῖ πί­σω ἀπό θεο­λο­γι­κά καλύμ­μα­­­τα».[39] Ἐξ’ ἄλλου, κατά τόν Ι. Καραγιαννόπουλο «οἱ ἀντιμοναχικές τά­σεις εἶναι δευτερογενές φαινόμενο στό εἰκονομαχικό κίνημα…».[40]

Ἡ καθηγήτρια Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου ἀποσαφηνίζει: «Ἀξιόλογος θεσμική μεταβολή, ἐμ­φαί­­νουσα νεω­τε­ρικάς ἀντιλήψεις, δέν διεπιστώθη κατά τήν περίο­δον τῆς εἰκον­ο­μαχίας… Ἡ σημερινή ἔρευνα ἀποκλείει κίνητρα οἰκο­νο­μι­κά καί θε­ω­ρεῖ πρωτογενῆ πα­ρά­γοντα τόν θρησκευτικόν καί πνευ­μα­τι­κόν».[41]

Τό ἴδιο ἐπιβε­βαι­ώνει καί ὁ καθηγητής Διονύσιος Ζακυθηνός, γράφοντας: «οὔτε ἡ θεωρία περί γενικωτέρας κοινωνικῆς καί πνευματικῆς ἐπανα­στα­σεως, οὔτε ἡ ἄποψις περί πολιτικῶν καί οἰκονομικῶν ἐλατηρίων ἱκα­­­νοποιοῦν τήν σημερινήν ἔρευναν… ἡ κίνησις οὐδέν τό “ὀρθολο­γ­ι­κόν”, τό “ἀνακαινιστικόν”, τό “ἐπαναστατικόν” παρουσιάζει. Ὅ­λως το­υ­ναντίον, μεταβάλλεται εἰς φορέα πνεύματος αὐστηροῦ καί ρο­­πῶν ἀντιπνευματικῶν».[42]

Ἡ διχαστική πολιτική τους, ὀνομάσθηκε ἀπό τόν Steven Run­ci­­man «πουριτανική»[43], καί κατά τόν Vasiliev: «…δημιούργησε μεγά­λες ἐσωτερικές ἀνωμαλίες στήν ζωή τῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία ἀνα­­­στατώθηκε γιά πάνω ἀπό ἑκατό χρόνια».[44] Στήν οὐσία δημι­ού­­ρ­γησε στήν ἑλληνοποιημένη πλέ­­ον Αὐ­το­­κρα­το­ρία μία κρίσι ταυ­τό­τητος μέ:

- Διαπάλη τοῦ κυριά­ρ­χου ἑλλη­νι­κοῦ πνεύ­­μα­­τος μέ τό ἀνα­το­λί­ζο­ν, ἤ ὅπως τό διετύπωσε ὁ Δ. Ζακυθηνός «βαθύτερος τίς ἀν­τα­γωνισμός μεταξύ τῆς Ἀνατολῆς καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀλυμπιακοῦ πνεύ­­ματος».[45] Γράφει σχετικά ὁ Paul Lemerle «Οἱ εἰκονολά­τρες ἀκο­λουθοῦν τή γραμμή τοῦ “οὐμανιστικοῦ” χριστιανισμοῦ πού ὑπέ­­κυ­­­ψε στήν ἑλληνορωμαϊκή παράδοση. Οἱ εἰκονοκλάστες (ὅπως πρίν ἀπό αὐτούς οἱ μονοφυσίτες), τή γραμμή τοῦ σημιτικοῦ καί ἀσιατικοῦ χρι­στιανισμοῦ».[46]

- Ἀπομόνωσι ἀπό τήν Δύ­σι μέ συνέπεια τήν στροφή τῆς Ρώ­μης πρός τούς Φράγκους καί τήν δημιου­ργία παπικοῦ κρά­τους.

- Καταρράκωσι τῆς Παι­δείας. Ὅπως γράφει ὁ Κarl Κrum­ba­cher: «Ὁ αἰών τῶν εἰκονομάχων (726 – 842) δέν ἦτο μόνον διά τάς εἰκό­νας ὀλέ­­θ­ριος, ἀλλά καί διά τήν παιδείαν».[47] Πιό χαρακτη­ρι­στι­κή ἦταν ἡ τύ­χη τούς περιφήμου “Πανδιδακτηρίου” τό ὁποῖο ὑπο­­λει­­του­ργοῦσε ἤ καί ἔπαυσε νά λειτουργῆ, διότι ὁ Λέων «δέν μπο­ροῦσε νά πείσει τούς πανεπιστημιακούς δασκάλους νά ὑποστη­ρί­ξουν τό εἰκονομα­χι­κό κίνημα».[48] Τό ὁλοκαύτωμα τοῦ ἱδρύματος καί τῶν καθηγητῶν του ἐπί Λέοντος Γ’ τό 726 εἶναι μᾶλλον «μῦθος πού δημιουργήθηκε ἀρ­γό­τερα».[49] Ὅμως εἶναι γε­γονός ὅτι οἱ διώξεις, συνετέλεσαν -κατά τόν Θεοφάνη- «ὥστε καί τά παιδευτήρια σβεσθῆναι καί τήν εὐσεβῆ παί­δευσιν». Ἡ Αἰκ. Χρι­­στο­φι­­­λο­πού­­­­λου γρά­φει: «Ἡ ἐπι­κρά­τησις τοῦ διω­­­γμοῦ τῶν εἰκό­νων συμ­­­πί­­πτει μέ τήν ὀπι­­­­­σθοδρό­μ­η­σιν τῶν κλασ­­­­­­­σι­κῶν γραμμάτων».[50] Ἄ­ρα ἡ “με­ταρ­ρύ­θμι­σις” πού ὑ­πο­­τίθεται ἐπεδίωκε ἐκ­κο­σμίκευσι τῆς παι­δείας, τε­λι­κά τήν ὀπι­σθοδρόμησε.

- Πολιτιστική ὀπισθοδρόμησι γιά τήν ὁποία γράφει ὁ Vasili­e­v «ὑπέ­ροχα μνημεῖα τέχνης, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, ἀγάλματα καί μι­κρο­­γραφίες καταστράφηκαν… προτεσταντικοῦ χαρακτήρα ἐ­ρή­­­μω­­ση πού ἐπρόκειτο νά ἐκτοπίσει ὅλη τήν καλλιτεχνι­κή ζωή τοῦ Βυζαντίου…».[51] Ὁ πλέον ἁρμόδιος Karl Krumbacher γράφει ὅτι ἡ «μεγά­λως βλάψασα βαρβαρότης»[52] τῆς εἰκονομαχίας ὁδήγησε σέ πνευματική ζωή πού «ποτέ δέν ἀπεξηράνθη τόσον τελείως…».[53] Κατά τόν Robert Browning ὑπῆρξε «ἐποχή δραστικῆς πολιτιστικῆς ὑ­πο­χώρησης»[54] ἡ ὁποία κατά τόν Cyril Mango «ἀντιστοιχεῖ στήν πολιτιστικά φτω­χό­τερη περίοδο τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας».[55]

Χαλκή Πύλη τοῦ Πα­λα­τί­ο­υ Κωνσταντινουπόλεως

Γενικό Συμπέρασμα

Τά 116 χρό­νια τῆς Εἰκονο­μα­­χίας (726 – 842) ἐξελίχθη­καν σέ μία κρίσι ταυ­τότητος, ἀφοῦ κατά τόν Γεώργιο Κοντογιώργη «Ἡ ἀπεικόνιση τοῦ θείου στήν ἀσια­­τική δε­­σποτεία εἶναι κατα­ρχήν ἀπαράδεκτη, ἐνῶ, στόν ἑλλη­νι­κό/­ἀνθρω­πο­κεντρικό κόσμο, ἡ ἀπει­κόνιση αὐτή συνα­ρτή­­θηκε μέ τή δια­λε­κτι­κή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό».[56] Συνεπῶς ἀποτε­λοῦσε μία «ἀμφισβήτηση πάνω στίς βασι­κές ἀξίες καί στήν ἴδια τήν οὐ­σία τοῦ χριστιανικοῦ ἑλληνισμοῦ».[57]

Οἱ εἰκονοκλάστες ὀδή­γη­σαν σέ μία πολιτική πα­ντελῶς ξέ­­νη στόν ἑλλη­νικό πλη­­θυ­σ­μό στόν ὁποῖο ἡ χρι­­στι­α­νι­κή εἰκονο­γρα­φία εἶχε ἀπό νωρίς διαδοθῆ καί κα­θο­λικά ἐπι­­βλη­­θῆ: Οἱ ἑλλη­νικοί καί ἑλληνογενεῖς πληθυσμοί τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῶν εὐ­ρω­παϊ­κῶν κτήσεων (Ἑλλάς, κεντρική καί νότιος Ἰταλία) καί τῶν μικρασιατικῶν παραλίων παρέ­μει­ναν πάντο­τε πι­­στοί στίς εἰκόνες. Ἀντι­θέ­τως οἱ προερχόμενοι ἀπό τίς μο­νοφυσιτικές Συρία, Πα­λαι­στίνη καί Αἴ­­γυ­­πτο -ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ἀνει­κο­νι­κή ἀντίλη­ψις περί θείου- ὑπε­στη­ριζαν τήν εἰκονομαχία. Καί ὅ­πως γράφει ὁ καθηγητής Σπῦρος Βρυ­ώνης «Ὁ μονοφυσι­τι­­σμός ἦταν ἐκ­δή­λωση ἐθνικοῦ ἀντα­γω­νισμοῦ ἐκ μέ­ρους τῶν Κο­π­τῶν καί τῶν Σύρων μου μισού­σαν τούς Ἕλλη­νες κυρίους τους». [58]

Ἀ­ποτέ­λε­σμα ἦταν ἡ Αὐ­το­κρα­τορία νά γνωρί­ση μία «προ­τε­στα­ντικοῦ χα­ρακτήρα ἐ­ρή­­­μω­­ση πού ἐπρό­κειτο νά ἐκτο­πίσει ὅλη τήν καλ­λιτεχνι­κή ζωή»[59], ἐνῶ παράλληλα ἐπέφερε τήν ἀ­πο­­μό­νωσι μέ τήν Δύσι καί τήν ἐπα­κόλουθη ἀπώ­λεια τῶν δυ­τι­­κῶν κτή­­σεων. Ἀκόμη καί ὁ μαρξιστής M. Levtchenko θεωρεῖ ὅτι ἡ εἰκονομαχία «εἶχε χαρακτήρα συντηρητικό».[60]

Τό τέλος τῆς Εἰκονομαχίας (Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ 787 & ὁριστικά τό 842), σήμανε ὄχι μόνο τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλά καί τήν ὁριστική νίκη τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος ἐπί τοῦ ἀ­να­το­λίζο­ντος. Ἔκτοτε, ὅπως γράφει ἡ Judith Herrin «τό Βυ­­ζάντιο ἐκ­­π­ροσωποῦσε μία ἰδιαίτερη πλευρά τοῦ χριστιανισμοῦ, τήν ἑλλη­νι­­κή ὀρθοδοξία».[61] Και κατά τον Cha­rles Diehl «Ἀπό ἐκείνη τή στι­γμή ἡ μο­ναρχία εἶχε βρεῖ τά δύο ἰσχυρά στη­ρί­­γματα πού ἐξα­σφά­λισαν τήν ὕπαρξή της καί τῆς ἔδω­σαν τόν χα­ρα­κτή­ρα της ἐπί αἰώ­νες: τόν ἑλλη­νισμό καί τήν ὀρθοδο­ξία».[62]

Ἐπιση­μαί­νει ὁ Ge­org Ostro­gor­sky «Ἡ συ­ν­τρι­βή τοῦ εἰκο­νοκλα­στι­κοῦ κι­νή­μα­τος σή­μανε τή νίκη τῆς ἑλλη­νι­κῆς θρη­σκε­υ­τι­κῆς καί πολιτι­στι­κῆς ἰδιο­μορφίας πά­νω στήν ἀσιατι­κή… Ἀπό τότε τό Βυ­ζάντιο διατή­ρη­σε τή δική του πο­λι­τι­στική φυσι­ο­γνω­μία μεταξύ Ἀνα­τολῆς καί Δύ­σε­ως ὡς ἑλληνο - χρι­­στια­νι­κή αὐ­το­κρα­­­το­ρία»![63]

Κατά τόν Paul Lemerle, τότε ἕχουμε τόν «πρῶτο βυ­ζαντι­νό οὐμα­νι­σ­μό» ὅπου ἡ Ἐκκλη­­σία «μπό­ρεσε νά ξανοιχτεῖ περισσότερο σ’ ἕναν ἑλληνισμό».[64] Πράγματι, ἐπεξηγεῖ ἡ Αἰκ. Χριστοφιλο­πού­­­­λου, πώς «τήν ὁριστικήν ἀ­­πο­τυχίαν τῆς εἰκονομαχικῆς κινήσεως ἀ­κο­­­λου­θεῖ ἡ στροφή πρός τόν ἀρχαῖον κόσμον καί ἡ εἰς τό ἱστο­ρι­κόν προ­σκή­νιον προβολή ἀνθρω­πι­στικῶν ροπῶν»[65]

Έτσι, κατά τόν Cha­rles Diehl «ἐκδηλώνεται μία αὐξανόμενη ἀφύπνιση τοῦ ἀρ­­­χαίου ἑλλη­νι­κοῦ πολιτισμοῦ»[66] ἡ ὁποί­α θά ἐξελιχθῆ τόν 10ο αἰ­­ώ­­να σέ ἕναν «Ἑλληνικό Διαφωτι­σ­μό», κατά τόν H. W. Haussig[67], μέ πνευματική ἀνα­γέν­νη­­σι τῶν γραμ­μά­­των καί τεχ­νῶν, τοῦ δικαίου καί τῆς παι­δεί­ας, ὁ ὁποῖος θά ἀπό­γειω­θῆ κατά τόν 11ο αἰ­ώ­να ὁπό­τε ἔχουμε -κατά τόν Διον. Ζακυθηνό- τήν «ἐποχή ὠριμό­τη­τος τοῦ κλασσικοῦ Ἀνθρω­πι­σμοῦ».[68]

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

[1] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 107.

[2] Αἰκ. Χριστο­φι­λοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 107 - 108.

[3] Βασισμένη στήν ρῆσι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «οὐ ποιήσεις σεαυτῶ εἴ­δω­λον, οὐδέ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καί ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδέ μή λατρεύσῃς αὐτοῖς»

[4] Μί­λτων Ἀνά­στος, «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Η’ σελ. 255.

[5] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 108.

[6] Θεοφάνους, σελ. 405. Δηλαδή αὐτοκτόνησε πέφτωντας στήν θάλασσα μέ τήν πανοπλία του.

[7] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 109.

[8] Μυστική συνεδρίασις τῆς Συγκλήτου.

[9] Θεοφάνους, σελ. 409.

[10] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζα­ντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 194.

[11] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζα­ντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 194.

[12] Συγκλήθηκε στό Ἀνάκτορο τῆς Ἱέρειας πού βρισκόταν ἀπέναντι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολι, στήν ἀσιατική ἀκτή.

[13] «Ὁ τολμών ἀπό τοῦ παρόντος κατασκευᾶσαι εἰκόνα ἤ προσκυνῆσαι ἤ στῆσαι ἐν ἐκκλησίᾳ ἤ ἐν ἰδιωτικῷ οἴκω ἤ κρύψαι, εἰ μέν ἐπίσκοπος ἤ πρε­σβύτερος ἤ διάκονος εἶεν καθαιρέσθω, εἰ δέ μονάζων ἤ λαϊκός ἀνα­θε­μα­τί­ζεσθω…»

[14] Γεωργίου Φλωρόφσκι «Οἱ Βυζαντινοί Πατέρες τοῦ 6ου, 7ου καί 8ου αἰώ­να» σελ. 443.

[15] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 332.

[16] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 326.

[17] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 42.

[18] Ἦταν ὁ πρῶτος “Καρολίδης” βασιλεύς τῶν Φράγκων (γερμανικό φύ­λο) καί πατέρας τοῦ ἀποκαλούμενου Καρλομάγνου.

[19] Αὐτό ὀνομάσθηκε «δωρεά τοῦ Πιπίνου».

[20] Οἱ “μονοφυσίτες” ὑπερτονίζοντας τήν θεϊκή φύσι τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ὁποία ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη, θεωροῦσαν ἀνε­πί­τρεπτη τήν πε­­ρι­γρα­φή της μέ εἰκονικές παραστάσεις.

[21] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 38. Γι’ αὐτό καί -μᾶλλον ἄδικα- οἱ ἀντί­παλοί του χαρακτήριζαν τόν Λέοντα Γ’ «σαρακηνόφρονα» καί «ἰου­δαι­ό­φρονα», ὅπως εἴδαμε. Πάντως στήν «Ἐκλογή» τοῦ Λέοντος Γ’ ὑπάρ­χει συνεχής ἀναφορά σέ ἐδά­­φια τῆς Πα­λαι­ᾶς Διαθή­κης καί τοῦ Μω­σαϊ­κοῦ Νόμου.

[22] «Ἱστορία τοῦ Βυζα­ντι­νοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 39. Ὅπως ἔγ­ρα­­­ψε καί ὁ Παν. Κανελλόπουλος «στό εἰ­κο­νο­κλαστι­κό κί­νημα δια­σταυ­ρώ­θη­­κε χωρίς ἄλλο, ἕνα σκοτεινό ἀσια­τικό ρεύ­μα…». («Ἱστορία τοῦ Εὐρω­παϊ­­κοῦ Πνεύματος», Τόμος 1ος σελ. 54)

[23] Georg Ostrogorsky «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 42.

[24] Ἐπειδή ὡς νήπιο κατά τήν βάπτισί του ἀφόδευσε στήν κολυμβήθρα.

[25] Θεο­φά­νους σελ. 413.

[26]οἰκογένεια Σαρανταπήχου ἦταν ἀρχοντική οἰκογένεια τῶν Ἀθηνῶν πού μάλιστα πιθανολογεῖται ὅτι τῆς ἀνῆκε ὁ ναός τῆς Πα­να­­γίας Γο­ρ­γοεπηκόου Ἀθηνῶν. Πρός τόν 9ο αἰώνα μέλη της ἐγκαταστά­θη­­καν στήν ὀρεινή Κορινθία καί ἀπό αὐτούς δημιουργήθηκε τό Σαρα­ντά­­πηχο Κορινθίας. Ἄλλα σημαίνοντα μέλη τῆς οἰκογένειας ἦσαν ὁ Κω­ν­­στα­ντῖνος Σαραντάπηχος πού διετέλεσε διοικητής Ἀθηνῶν, ὁ Θεο­φύ­λα­­κτος Σα­­ραντάπηχος, πού ὑπηρέτησε ὡς σπαθάριος καί ὁ Ρωμανός Σα­­ρα­ντά­πη­χος, πού ὑπῆρξε ἱδρυτής τῆς μονῆς Προφήτου Ἠλία Κούτου.

[27] Οἱ ἀλλεπάλληλες ἧττες ἀπό Ἄραβες καί Βουλγάρους δέν μποροῦν νά χρεωθοῦν σέ αὐ­τήν ἀλ­­λά στήν ἀνικα­νό­τητα τοῦ Κων­στα­ντί­νου ΣΤ’. Ἡ 5ετής βασιλεία της θεωρήθηκε ἀπό ἄλλους «εὐεργετική» (Will Durant «Παγκόσμιος Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ», τόμος Δ΄, «Ὁ Αἰών τῆς Πίστεως» σελ. 507 - 508, Ἐπίσης, G. Schlumberger «Les ἰles des Prin­ces» σελ. 112) καί ἀπό ἄλλους «δημαγωγική». Ἡ πράξις πού τήν στιγμάτισε ἦταν ἡ τύφλωσις τοῦ υἱοῦ της. Μπορεῖ ὅμως ἡ πράξις αὐτή νά ἀποδοθῆ ὅπως τήν εἶδαν ἀκόμη καί Ἄραβες ἱστορικοί, ὡς «ἡ ἐνέργεια μίας ἄξιας γυναίκας - πολιτικοῦ πού ἔβαζε τό συμφέρον τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπεράνω ὅλων, ἀκόμη καί τοῦ γυιοῦ της» (Νάντια Μαρία Ἔλ Σείχ «Τό Βυζάντιο ὅπως τό εἶδαν οἱ Ἄραβες» σελ. 97).

[28] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Ε’ σελ. 747.

[29] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 137

[30] Ὁ ἀκραῖος φανατισμός καί οἱ διώξεις τῶν εἰκονομάχων ἐξέθρεψε καί μία ἀντίπαλη μερίδα ἀκραίων ἀδιαλλάκτων “ὀρθοδόξων”, πού μέ ἀφο­ρμή τίς διώξεις ἀπέρρι­πταν κάθε συμβιβασμό καί ζητοῦσαν χωρισμό Ἐκ­­­κλησίας - Κράτους.

[31] Στίς 26 Ἰου­λίου 811 ὁ ὁ Νικη­φό­­ρος Α’ ἔπε­σε νε­κρός στό πε­δί­ο τῆς μάχης κατά των Βουλγάρων! Ὁ Κροῦμμος βρῆκε τό πτῶμα του, τό ἀποκεφά­λισε καί μέ τό κρανίο του κατασκεύασε ἐπα­ργυ­ρω­μένο κύπελο γιά νά πίνη

[32] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 189.

[33] Οἱ Φρύγες ἤ Βρύγες (Ἡροδότου «Ἱστορίαι» Ζ' 73) ἦταν λαός μᾶλλον πε­λασγικῆς - πρω­­τοελληνικῆς προελεύσεως, γεγονός πού δείχνει ἡ φρυ­γική γλῶσσα πού κατά τόν Roger D. Woo­dard «εἶναι πολύ συνδεδε­μέ­­νη μέ τήν ἑλληνική» («The Ancient Languages of Asia Minor» σελ. 72). Ἀ­να­φέ­ρο­­­νται καί στόν Ὅμηρο («Ἰλιάς» Β' 862 καί Κ' 431). Ἡ Ἐκά­βη -σύζυγος τοῦ βα­σιλέως τῆς Τροίας Πριάμου- ἦταν κόρη τοῦ Φρύγου βα­σι­λέως. Κα­τά τόν 7ο αἰ­ώνα π.Χ. οἱ Φρύγες εἶχαν ἤδη ἐξελληνισθεῖ καί ὁ Ἕλ­ληνας μυ­θο­­γρά­­φος Αἴσωπος καταγόταν ἀπό τό Ἀμό­ριο τῆς Φρυ­γίας. Κα­τά τήν ἑλληνιστική πε­ρίο­δο συγχω­νεύ­θηκαν πλήρως ἀπό τούς Ἕλ­λη­νες.

[34] Ἔχει ὑποστηριχθῆ ὅτι ὁ πατέρας της Μαρίνος εἶχε ἀρμενική καταγω­γή ἀλλά αὐτό «εἶναι ἀδύνατο νά ἀποδειχθῆ» («Oxford Dictionary of Byza­nti­um» σελ. 1279). Ἡ μητέρα της Θεοκτίστη Φλωρίνα φαίνεται ἑλληνικῆς καταγωγῆς τόσο ἀπό τό ὄνο­μα ὅσο καί ἀπό τήν εἰκονόφιλη στάσι της.

[35] Steven Runciman «Βυζαντινός Πολιτισμός», σελ. 54.

[36] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 212, 213.

[37] Παραδόξως κύριος ἐκφραστής αὐτῆς τῆς θεω­ρίας ἀπό ἑλληνικῆς πλευράς ὑπῆρξε ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος, ἀναφέροντας ὅτι εἶχε τίς ἑξῆς ἀρχές: «ἡ ἀρχή τῆς πε­ριστολῆς τῶν πολλῶν ἐξωτερικῶν τῆς θρησκείας τύπων∙ ἡ ἀρχή τοῦ πε­ριορι­σμοῦ τῶν πολλῶν προνομίων τοῦ κλήρου∙ ἡ ἀρχή τῆς ἐλευθέρας ἑρ­­μηνείας∙ ἡ ἀρχή τῆς ἐκλαϊκεύσεως τῆς δημοσίας ἐκπαιδεύσεως∙ ἡ ἀρχή τῆς καταργήσεως τῆς δουλοπαροικίας∙ ἡ ἀρχή τῆς εὐ­αγ­γελικωτέρας ρυθμί­σεως τῆς οἰκογενείας». («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Γ’ σελ. 760)

[38] Κατα­σ­τρο­φές ἔργων τέχνης καί χει­­­­­ρογράφων, διω­γμοί, ἐξευ­τε­λισμοί, διαπομπεύ­σεις καί δολο­φο­­νίες, ἀπα­γό­ρευ­­σις ὄχι μόνο τῶν εἰ­κό­νων, ἀλ­λά καί τῶν ἁγίων καί αὐ­τής τῆς Θεο­τόκου.

[39] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρ­α­το­ρίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του» σελ. 76.

[40] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 135.

[41] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 105, 106.

[42] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 195, 196.

[43] «Βυζαντινός Πολιτισμός» σελ. 130.

[44] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 343.

[45] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 197.

[46] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 100.

[47] «Ἱστορία Βυ­­­ζαντινής Λογοτεχνίας», Ι σελ. 37.

[48] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρ­α­το­ρίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», Μίλτωνος Ἀνάστου «Ἡ εἰκονομαχία καί ἡ πολιτική τῶν Αὐτοκρατόρων 717 - 842» σελ. 81.

[49] Paul Lemerle «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 88.

[50] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 111.

[51] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 366 - 367.

[52] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 42.

[53] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 37.

[54] «Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» σελ. 109.

[55] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζα­ντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 286.

[56] «Τό ἑλληνικό κοσμοσύστημα» τόμος Γ’, σελ. 135.

[57] Paul Lemerle «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 279.

[58] «Ἱστο­ρία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 247.

[59] A. A. Vasiliev «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶ­τος σελ. 366 - 367.

[60] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» σελ. 174.

[61] «Τί εἶναι τό Βυζάντιο» σελ. 469.

[62] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 33.

[63] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος δεύτερος σελ. 90.

[64] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 282

[65] «Βυζαντινή Ἱστορία», Τόμος Β1 σελ. 111.

[66] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 306.

[67] «Kul­tur­­geschichte von Byzanz» σελ. 422.

[68] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 511.