ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α' Ο ΜΕΓΑΣ & ΕΛΕΝΗ: "ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΟΥ, ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"
τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ
Υἱός τοῦ στρατηγοῦ καί καίσαρος Κωνσταντίου Χλωροῦ μέ θρακική - δαρδανική καταγωγή[1] καί τῆς Ἑλένης, μίας Ἑλληνίδος κόρης πανδοχέως ἀπό τό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας, ὁ Κωνσταντῖνος Α’ ὁ Μέγας κατέστη τό ἔτος 324 μ.Χ. ὁ ἀποκλειστικός Αὐτοκράτορας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μετά ἀπό μακρά περίοδο σκληρῶν καί πολυμέτωπων ἐμφυλίων συγκρούσεων.[2]
Κωνσταντῖνος Α’ ὁ Μέγας
“ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”
Ἦταν ἡ παραμονή τῆς μάχης στήν Μουλβία (ἤ Μιλβία) Γέφυρα, ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος ἰσχυρίσθηκε ὅτι εἶδε ὡς ὅραμα στόν οὐρανό ἕνα φωτεινό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί γύρω τοῦ τήν φωτεινή ἐπιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»[3]. Ἀμέσως διέταξε νά χαραχθῆ στίς ἀσπίδες τῶν στρατιωτῶν του τό μονόγραμμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (ΙΧ). Τήν ἐπομένη -28η Ὀκτωβρίου τοῦ 312- συνέτριψε τόν ἀντίπαλό του Μαξέντιο καί μία ἡμέρα μετά εἰσῆλθε θριαμβευτής στήν Ρώμη.[4]
Ἡ μάχη στήν Μουλβία Γέφυρα (τοιχογραφία στό Βατικανό)
Τό ἑπόμενο ἔτος -313- ὁ Κωνσταντῖνος καί ὁ Λικίνιος προσυπέγραψαν τό Ἔδικτο τῶν Μεδιολάνων[5], μέ τό ὁποῖο ἐπιβλήθηκε στό Ρωμαϊκό Κράτος ἡ ἀνεξιθρησκεία, νομιμοποιήθηκε ὁ Χριστιανισμός ὡς “religio licita” (ἐπιτρεπόμενη θρησκεία) καί κατέπαυσαν οἱ διώξεις τῶν Χριστιανῶν. Ἡ καίρια ὅμως στιγμή πού ὁ Κωνσταντῖνος Α’ ἐκδηλώθηκε σαφῶς ὑπέρ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὑπῆρξε τό 325 μέ τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας. Ἀφορμή της ὑπῆρξε ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου[6], ἡ ὁποία ἀμφισβητοῦσε τό «ὁμοούσιον» τοῦ Χριστοῦ διδάσκωντας ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἰσόκυρός του Θεοῦ, ἀλλά τό πρῶτο κτίσμα του καί μετεῖχε στήν θεότητα «κατά χάριν καί ὄχι κατ’ οὐσίαν». Κύριος ἀντίπαλός του Ἀρείου ὑπῆρξε ὁ διάκονος καί κατόπιν ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος.[7]
Μέ ἀφορμή τήν ἐπίλυσι αὐτῆς τῆς διαφορᾶς, ὁ Κωνσταντῖνος μετά ἀπό διεργασίες[8] συγκάλεσε τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χριστιανοσύνης στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Σέ αὐτήν συμμετεῖχαν 318 ἐπιφανεῖς κληρικοί -οἱ περισσότεροι Ἕλληνες- καί προήδρευσε ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτορας, παρότι ἀκόμη δέν εἶχε βαπτισθεῖ Χριστιανός.[9] Μάλιστα δέν δίστασε νά ἐκφράση τίς ἀπόψεις τοῦ ὁμιλώντας τήν ἑλληνική γλῶσσα. Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ἐξορίσθηκε. Σέ αὐτήν συντάχθηκαν γιά πρώτη φορά καί τά 7 πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καθώς καί 20 Ἐκκλησιαστικοί Κανόνες.
Τό ἔτος 326, ἡ Ἑλληνίδα καί Χριστιανή μητέρα τοῦ Αὐτοκράτορος, Ἑλένη, προχώρησε σέ μία ἀκόμη ἐμβληματική πράξι πρός τήν κατεύθυνσι ἐκχριστιανισμοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας: Μετέβη γιά προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους. Κατά τόν Εὐσέβιο[10] ἐπεδόθη σέ πράξεις φιλανθρωπίας, συντηρώντας κοινότητες καί ἀνεγείροντας μονές καί ἱδρύματα κοινῆς ὠφελείας. Βρῆκε τούς τόπους Γεννήσεως, Σταυρώσεως καί Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτοκρατορικές χορηγίες ἀνήγειρε τόν μεγαλοπρεπή Ναό τῆς Γεννήσεως στήν Βηθλεέμ καί τόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως στόν Γολγοθά. Ναοί πού ἀποτελοῦν ἔκτοτε τά σημαντικότερα μνημεῖα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἐπικρατεῖ μάλιστα ἡ θεωρία ὅτι σέ ἐκείνην ὀφείλεται καί ἡ εὔρεσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Μετά τό ταξείδι της στούς Ἁγίους Τόπους, ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Νικομήδεια, ὅπου καί ἀπεβίωσε τό 329 σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Ἡ Ἐκκλησία τήν ἀνακήρυξε Ἁγία καί Ἰσαπόστολο.
Γιατί τόν Χριστιανισμό;
Ἡ ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία, τό ὀλυμπικό πάνθεον, ὅπως αὐτό ἴσχυε τόν 5ο π.Χ. αἰώνα εἶχε πλήρως ὑπονομευθῆ ἤδη ἀπό τά Ἑλληνιστικά χρόνια ὅπως εἴδαμε. Τόσο ὁ Ἑλληνιστικός, ὅσο καί ὁ Ἑλληνορωμαϊκός Κόσμος εἶχαν γεμίσει ἀπό θεουργίες, ἀστρολογίες, μαγείες, μαγγανεῖες καί δεισιδαιμονίες. Ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός «εἰς τήν θέσιν τῶν χαριεσῶν μορφῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὀλύμπου, εἶχον ἐνθρονισθῆ ξόανα τῆς Ἀνατολῆς, θεοί τῶν Αἰγυπτίων καί τῶν Σύρων, θεότητες φρυγικαί, θεότητες καί πνεύματα Ἰρανικά».[11] Ὅταν ἐμφανίσθηκε λοιπόν ὁ Χριστιανισμός, εἶχε μπροστά τοῦ ἕνα θρησκευτικό χάος καί μία ἀκμάζουσα ἀθεΐα. Δέν συγκρούσθηκε μέ τήν θνήσκουσα πλέον “πατρώα” θρησκεία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά μέ τίς ὑπόλοιπες μονοθεϊστικές θρησκεῖες: τόν Μιθραϊσμό, τόν Ζωροαστρισμό καί τόν Ἰουδαϊσμό.
Ὁ Χριστιανισμός ὑπῆρξε καθαρό δημιούργημα τῶν Ἑλληνιστικῶν Χρόνων καί ὄχι κάποια ἰουδαϊκή παραφυάδα. Ἐμφανίσθηκε μετά ἀπό τουλάχιστον 4 αἰῶνες διαβρώσεως τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας ἀπό τόν ἀνατολισμό, τόν θρησκευτικό συγκριτισμό καί τήν θεοκρασία πού συνέβη κατά τά Ἑλληνιστικά καί Ρωμαϊκά χρόνια. Πρόκειται γιά Ἑλληνιστική Θρησκεία. Δημιούργημα τῆς ἑλληνιστικῆς - ἑλληνορωμαϊκῆς ἐποχῆς. Γράφει ὁ καθηγητής Δ. Ζακυθηνός: «Ὁ Ἑλληνισμός διά τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ ἐπλαισίωσε τήν νέαν θρησκείαν».[12] Τοῦτο συνέβη διότι ἔδωσε στόν Χριστιανισμό τήν γλῶσσα, τήν ὁρολογία, τίς βασικές ἔννοιες, τήν θεολογία, τήν ἠθική καί τήν μεταφυσική του. Ὅπως γράφει ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος: «ὁ ἐξελληνισμός τῆς Ἀνατολῆς εἰργάσθη ἐπιτυχῶς περί τήν διάνοιξιν τῆς λεωφόρου δι’ ἤς ἔμελλε νά βαδίση ὁ χριστιανισμός».[13]
Κύριος λόγος τῆς πτώσεως τῶν Ἑλληνιστικῶν Βασιλείων ὑπῆρξε ἀκριβῶς ὅτι δέν ὑπῆρχε ἕνας συνεκτικός κρίκος, ἕνας ὁμογενοποιητικός παράγων, μία κεντρική ἰδεολογία καί πίστις πού νά συνδέη τό πολυφυλετικό ὑπόβαθρό τους. Ὁ συγκριτισμός καί ἡ θεοκρασία δέν εὐοδώθηκαν.
Οἱ πρῶτες ἑπτά Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἤκμασαν στήν Ἔφεσο, τήν Σμύρνη, τήν Πέργαμο, τήν Θυατείρα, τίς Σάρδεις, τήν Φιλαδέλφεια καί τήν Λαοδίκεια. Ὅλες πόλεις ἑλληνικές! Ἄρχισε δέ νά διαδίδεται ἀπό πολύ νωρίς στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Θράκη, τήν Κύπρο, τήν Κρήτη, τήν Θεσσαλονίκη, τόν Πόντο καί στήν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα.[14] Τά κέντρα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος βρίσκονταν στήν ἑλληνική Μικρά Ἀσία. Ὅπως γράφει ὁ Vasiliev: «…ἡ νίκη τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶχε ἐπιτευχθεῖ σέ ὅλη τή Μικρά Ἀσία, πρίν ἀκόμη ἐμφανισθεῖ ὁ Κωνσταντῖνος…».[15]
Ἡ Πολυμνία Ἀθανασιάδη - Fowden ἀναφέρει: «Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Εὐσεβίου, ὁ Κωνσταντῖνος ἐπιδίωξε ἡ ἰδέα τῆς οἰκουμενικότητας τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους νά προβάλλεται ὄχι μόνο στό πολιτικό ἐπίπεδο ἀλλά καί στό θρησκευτικό καί φρόντισε ὥστε ὁ Χριστιανισμός, μέ τό πανανθρώπινο μήνυμα καί μέ τήν πανανθρώπινη ἀποστολή του νά ἑδραιωθεῖ ἐπάνω σέ ἑνιαῖο δόγμα».[16] Εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἠθέλησε νά χρησιμοποιήση λοιπόν τόν Χριστιανισμό, ὡς αὐτόν τόν ἑνιαῖο ὁμογενοποιητικό παράγοντα πού ἔλειπε ἀπό τήν Αὐτοκρατορία του. Ὅπως γράφει ὁ Α. Α. Vasiliev: «…ἔχοντας ἀναγνωρίσει ὅτι ὁ Χριστιανισμός προοριζόταν νά γίνει μία παγκόσμια δύναμη, τόν χρησιμοποίησε».[17] Πράγματι, ὁ Χριστιανισμός εἶχε ὅλες τίς κατάλληλες ἰδιότητες γιά νά διαδραματίση ὁμοιογενοποιό ρόλο. Διέθετε ἑνιαῖο δόγμα, δυναμισμό καί ἀναγνώρισι τῆς ἐγκόσμιας ἐξουσίας. Ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «Ἡ χριστιανική διδασκαλία, μέ τό κήρυγμα ὑποταγῆς στόν κοσμικό ἄρχοντα («πάσα ψυχή ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω, οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μή τοῦ θεοῦ. Αἱ δέ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπό τοῦ Θεοῦ διαταγή ἀνθέστηκεν»), παρέσχε ἠθική ὑποστήριξη στή μοναρχία».[18] Ἔτσι, ὅπως σημειώνει ὁ Vasiliev: «Κατάλαβε ὁ Κωνσταντῖνος ὅτι στό μέλλον ὁ Χριστιανισμός θά ἦταν ἡ κύρια ἑνωτική δύναμη ἀνάμεσα στίς φυλές τῆς Αὐτοκρατορίας».[19]
Ἡ ἵδρυσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως: Ἑλληνίδα Πόλις
Κύριο μέλημα τοῦ Κωνσταντίνου ἐπίσης ὑπῆρξε ἡ κτίσις ἑνός νέου πολιτικοῦ καί διοικητικοῦ κέντρου τῆς Αὐτοκρατορίας, διότι ἡ Ρώμη εἶχε παύσει πρό πολλοῦ νά ἀποτελῆ τό γεωπολιτικό κέντρό της. Ὁ γοτθικός κίνδυνος στόν Δούναβη καί ὁ περσικός κίνδυνος στήν Ἀσία ἀπειλοῦσαν τήν Αὐτοκρατορία καί ἡ Ρώμη ἦταν πλέον πολύ μακρυά γιά νά ὀργανώση τήν ἄμυνα.
Σύμφωνα μέ τόν ἱστορικό Σουιτώνιο (Ι, 79), ὁ Ἰούλιος Καίσαρ ἦταν ὁ πρῶτος πού σκέφθηκε τήν μεταφορά τῆς πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τήν Ρώμη στήν Ἑλληνιστική Ἀλεξάνδρεια ἤ στό ἀρχαῖο Ἴλιον (Τροία). Ἀκολούθως ὁ Διοκλητιανός γιά πρώτη φορά ἐστράφη πρός τήν Ἑλληνιστική Ἀνατολή ὅταν ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Νικομήδεια καί ἄφησε τόν συναυτοκράτορα Μαξιμιανό νά διοικεῖ τό δυτικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας στήν Ρώμη. Ἦταν ὅμως ὁ Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος πού ὁριστικά θά μετέφερε τήν πρωτεύουσα καί θά δημιουργοῦσε τήν «Νέα Ρώμη». Ἀρχικά ἐπέλεξε καί ἐκεῖνος τήν Τροία ὡς πόλι πού κατά παράδοσιν προέρχονταν οἱ Ρωμαῖοι.[20] Μάλιστα χάραξε προσωπικά τά ὅρια τῆς μελλοντικῆς πόλεως καί ἄρχισε τά ἔργα τῶν τοιχῶν της.
Τελικά, ἐγκατέλειψε τήν ἰδέα τῆς Τροίας καί ἐστράφη πρός τήν ἑλληνική πόλι τοῦ Βυζαντίου. Ὅπως γράφει ὁ Georg Ostrogorsky, ἡ ἐπιλογή: «ἔδωσε στήν Αὐτοκρατορία ἕνα ἰσχυρό κέντρο στήν Ἀνατολή, ὅταν ἀνοικοδόμησε τήν ἀρχαία ἑλληνική ἀποικία, τό Βυζάντιο, στίς ἀκτές τοῦ Βοσπόρου καί τήν ἀνύψωσε σέ πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας».[21]
Τό Βυζάντιο εἶχε ἱδρυθῆ ἀπό Μεγαρεῖς, Ἀργείους καί Βοιωτούς ἀποίκους ὑπό τόν Βύζαντα τόν Μεγαρέα τό 659 π.Χ. στήν εὐρωπαϊκή παραλία τοῦ Βοσπόρου, ἀπέναντι ἀπό τήν ἐπίσης ἑλληνική πόλι Χαλκηδόνα, πού εἶχε ἱδρυθῆ τό 686 π.Χ. Τό 628 τό ἐμπλούτισαν καί ἄλλοι Ἕλληνες ἄποικοι ὑπό τόν Ζεύξιππο.[22] Ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος μετέφερε τήν πρωτεύουσα ἐκεῖ, βρῆκε μία ἀμιγῶς ἑλληνική πόλι, μέ ἑλληνικό πληθυσμό, ναούς, θέατρο, ἀγορά καί τετράστοο στάδιο.
Ἡ ἐπιλογή τοῦ Βυζαντίου ὡς νέας πρωτεύουσας ὑπῆρξε μεγαλοφυῆς. Μέ μοναδική στρατηγική θέσι, κτισμένη μεταξύ Ἀσίας καί Εὐρώπης, προσιτή μόνο ἀπό μία πλευρά ἀπό ξηρά, βρεχόμενη ἀνατολικά ἀπό τόν Βόσπορο, βόρεια ἀπό τόν Κεράτιο καί νότια ἀπό τήν θάλασσα τοῦ Μαρμαρά, ἤλεγχε ἀπόλυτα τίς συγκοινωνίες μεταξύ Εὐρώπης καί Ἀσίας, καθώς καί τόν θαλάσσιο διάδρομο ἀπό τό Αἰγαῖο πρός τήν Μαύρη Θάλασσα. Ἀποτέλεσμα συνεπῶς «ὀρθῆς στρατιωτικῆς καί πολιτικῆς ἐκτιμήσεως»[23], κατέστη ὁ σημαντικότερος ἐμπορικός καί συγκοινωνιακός κόμβος τοῦ κόσμου.
Βύζας ὁ Μεγαρεύς: ὁ ἱδρυτής τῆς πόλεως τοῦ Βυζαντίου
Ἡ ἀνοικοδόμησις ἄρχισε στίς 8 Νοεμβρίου 324 μέ τόν “πολισμό” της, δηλαδή τήν ρωμαϊκή τελετή ἱδρύσεως τῆς πόλεως τήν ὁποία διηύθυνε ὁ νεοπλατωνικός φιλόσοφος καί μαθητής τοῦ Ἰαμβλίχου, Σώπατρος. Σωρεία ἀριστουργημάτων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἑλληνιστικῆς καί ἑλληνορωμαϊκῆς τέχνης μεταφέρθηκαν στήν Κωνσταντινούπολι, ἀπό τήν Ἀθήνα, τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Έφεσο, τήν Ἀντιόχεια κ.λπ. Μεταξύ αὐτῶν ἔργα ἀνυπολόγιστης ἀξίας, ὅπως ἡ στηλη τῶν Δελφῶν πού εἶχε ἀνεγερθεῖ σέ ἀνάμνησι τῆς μάχης τῶν Πλαταιῶν, ἡ Κνιδία Ἀφροδίτη, ἡ Ἀθηνᾶ τῆς Λίνδου, ἡ Σαμία Ἦρα τοῦ Λυσίππου, ἡ Ἀφροδίτη τοῦ Πραξιτέλους, ὁ ἐλεφάντινος Ζεύς τοῦ Φειδίου κ.ἄ.
Ὁ Steven Runciman ἀναφέρει πολύ χαρακτηριστικά: «Ἡ Κωνσταντινούπολη χτίσθηκε σέ παράλια ἑλληνόφωνα καί ἐνσωμάτωσε μία ἀρχαία ἑλληνική πόλη. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως ἔκαμε ἀκόμα κάτι παραπάνω γιά νά δώσει ἔμφαση στόν ἑλληνισμό του. Ἡ πρωτεύουσά του θά ἦταν τό κέντρο τῶν τεχνῶν καί τῶν γραμμάτων. Τῆς ἔχτισε βιβλιοθῆκες, πού τίς γέμισε μέ χειρόγραφα ἑλληνικά. Ἀκόμα περισσότερο, γέμισε τούς δρόμους, τίς πλατεῖες καί τά μουσεῖα της μέ καλλιτεχνικούς θησαυρούς πού τούς ἔφερε ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Οἱ κάτοικοι τῆς Κωνσταντινούπολης πού κυκλοφορούσαν κάθε μέρα μέσα στήν πόλη δέν ἦταν δυνατόν νά ξεχάσουν ποτέ τή δόξα τῆς Ἑλληνικῆς τους κληρονομιᾶς».[24]
Τά ὅρια τῆς ἑλληνίδος πόλεως τοῦ Βυζαντίου ἐπεκτάθηκαν καί ἱδρύθηκαν μεγαλοπρεπῆ ἀνάκτορα, δημόσια κτίρια, ὑδραγωγεία, στοές, πλατεῖες μέ ἀριστουργήματα ἀπό ἄλλες ἑλληνικές πόλεις, σχολές, βιβλιοθῆκες κ.λπ. Τά ἐγκαίνιά της ἔγιναν πανηγυρικά στίς 11 Μαΐου τοῦ 330 ἀλλά εἶναι σίγουρο ὅτι στήν Πόλι γινόντουσαν ἔργα ἀνοικοδομησεως τουλάχιστον μέχρι τό ἔτος 336. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε μεγαλοπρεπῆ Ναό στήν Ἁγία Εἰρήνη καί ἔθεσε τά θεμέλια τοῦ πρώτου Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐπίσης ἔκτισε τόν Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μέ σκοπό νά περισυλλέξη τά λείψανα τῶν Ἀποστόλων σέ αὐτόν.
Γιά νά ἐνισχύση τόν πολισμό καί τήν σημασία της, ὁ Κωνσταντῖνος Α’ ἔλαβε σειρά μέτρων: Ὑποχρέωσε τούς μισθωτές γαιῶν στήν Μικρά Ἀσία νά ἀνεγείρουν οἰκίες στήν Κωνσταντινούπολι. Τήν ἐνέταξε στό jus italicum ἀπαλλάσοντάς την ἀπό τούς φόρους τῶν μή ἰταλικῶν ἐπαρχιῶν. Ἐπέβαλλε τήν προμήθεια σίτου ἀπό τίς σιτοπομπές τῆς Ἀλεξανδρείας (332). Εἰσήγαγε τήν καθημερινή διανομή μερίδος ἄρτου σέ κάθε κάτοικό της. Ἀνήγαγε τό βουλευτήριό της σέ «Σύγκλητο». Ἐπίσης ἵδρυσε Μέγα Διδασκαλεῖον (Πανεπιστήμιο) καί Βιβλιοθήκη πού περιελάμβανε καί χειρόγραφο 37 μέτρων τῆς Ἰλιάδος καί τῆς Ὀδυσσείας, γραμμένο μέ χρυσά γράμματα στά ἔντερα ἑνός φιδιοῦ.[25]
Περί τό 381 ἡ Πόλις φαίνεται νά ἔλαβε καί τήν ὀνομασία «Νέα Ρώμη».[26] Μέ τήν μετακίνησι τῆς Πρωτεύουσας ὁ Κωνσταντῖνος οὐσιαστικά ἔθεσε τά θεμέλια γιά τόν ἐξελληνισμό τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀφοῦ κατά τήν Ἑλ. Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «προσεταιρίσθηκε ἔτσι τό ἑλληνικό καί ἐξελληνισμένο στοιχεῖο».[27] Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Karl Krumbacher «τό ἑλληνικόν στοιχεῖον, ἐνισχυθέν διά τῆς ἐντός τῆς ἐπικρατείας τοῦ ἰδικοῦ τοῦ πολιτισμοῦ κειμένης νέας πρωτευούσης τοῦ κράτους, ἀπέβη κραταιός καί τά πάντα κυριεύων πολιτικός παράγων…».[28] Ἡ Αἰκατ. Χριστοφιλοπούλου ἐπεξηγεῖ: «Ἡ παρά τόν Βόσπορον νέα πρωτεύουσα πόλις παλαιόθεν ἑλληνίς, ταχέως κατέστη κέντρον πολιτικόν, οἰκονομικόν, πνευματικόν καί ἐκκλησιαστικόν, ἀπό τοῦ ὁποίου Ἑλληνισμός καί Χριστιανισμός ἐπί αἰώνας ἔθεσαν τήν σφραγίδα των εἰς τήν μοῖραν τῆς ἀνθρωπότητος».[29]
Ἀναπαράστασις τοῦ Ἱπποδρόμου Κωνσταντινουπόλεως (http://vizantinaistorika.blogspot.com/)
Ἑλληνισμός - Χριστιανισμός: τά νέα θεμέλια
Τό Κράτος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἰσάγει στήν Ὕστερη Ρωμαϊκή Περίοδο. Ὁ πολιτικός καί στρατιωτικός ὀργανισμός του εἶναι ἀκόμη ξεκάθαρα Ρωμαϊκός. Ἐπίσημη γλῶσσα παραμένει ἡ λατινική. Ἀλλά πλέον, ἡ γλῶσσα τοῦ λαοῦ, ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ γλῶσσα τῆς ἐκπαιδεύσεως καί τῆς φιλολογίας εἶναι ἡ Ἑλληνική.
Ἡ Κωνσταντινούπολις ἦταν κάτ΄ οὐσίαν μία ἑλληνική Πόλις καί κατοικοῦσαν σχεδόν ἀποκλειστικά ἀπό Ἕλληνες. Γράφει ὁ Ostrogorsky: «Ἀπό τήν ἀρχή ἡ Κωνσταντινούπολη πήρε χριστιανικό χρῶμα καί ἀπό τήν ἀρχή τό μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ τῆς ἦταν ἑλληνόφωνο».[30] Ἐπίσης ἀναφέρει ὁ Charles Diehl: «Μέ τήν ἑλληνική σφραγίδα πού τή σημάδεψε ἀπό τή γέννησή της, καί κυρίως μέ τόν χαρακτήρα πού τῆς ἔδωσε ὁ χριστιανισμός, ἡ νέα πρωτεύουσα διέφερε βαθιά ἀπό τήν παλαιά καί συμβόλιζε μέ ἀρκετή ἀκρίβεια τίς βλέψεις καί τίς νέες τάσεις τοῦ ἀνατολικοῦ κόσμου».[31]
Τό κέντρο βάρους τῆς Αὐτοκρατορίας μετατοπίζεται στήν Ἑλληνιστική Ἀνατολή καί τίθενται οἱ βάσεις θεμελιώσεως τοῦ Βυζαντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὅπως γράφει ὁ Peter Sarris, ἐπρόκειτο γιά «ἐξάπλωση τῆς ἐξουσίας τοῦ Κωνσταντίνου στό ἑλληνοκεντρικό ὡς πρός τόν πολιτισμό, ἀνατολικό ἥμισυ τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου».[32] Γράφει ὁ Steven Runciman: «Ὅλες γενικά οἱ δυτικές ἐπαρχίες ὥς τό Ἰλλυρικόν, μιλοῦσαν λατινικά. Οἱ ἀνατολικές μιλοῦσαν ἑλληνικά».[33] Τό ἴδιο γράφει καί ἡ Judith Herrin: «Ἐνῶ ὅλη ἡ Δύση χρησιμοποιοῦσε τή λατινική γλῶσσα, τά ἑλληνικά παρέμεναν ἡ lingua franca ὅλων τῶν ἀνατολικῶν περιοχῶν».[34]
Καί ὁ Vasiliev συμπληρώνει: «Τελικά, ἀπό πολιτιστικῆς πλευρᾶς, ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε τό μεγάλο πλεονέκτημα νά βρίσκεται κοντά στά πιό ἀξιόλογα κέντρα τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ, τά ὁποῖα, ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ Χριστιανισμοῦ, συνετέλεσαν στή δημιουργία ἑνός νέου πολιτισμοῦ: τοῦ Χριστιανό-Ἑλληνο-Ρωμαϊκοῦ ἤ “Βυζαντινοῦ” Πολιτισμοῦ».[35]
Ὁ Κ. Ἄμαντος γράφει: «Ἡ μεταφορά τῆς πρωτευούσης τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν… παρέδωκεν αὐτό βαθμηδόν εἰς τόν Ἑλληνισμόν καί εἰς τήν πνευματικήν καί οἰκονομικήν αὐτοῦ ὑπεροχήν».[36] Πράγματι -ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Ἰωαννης Καραγιαννόπουλος- ἡ μετάθεσις τοῦ κέντρου βάρους τῆς Αὐτοκρατορίας καθόρισε τήν ἐξέλιξί της: «τί κράτος ρωμαϊκό θά ἦταν αὐτό πού βγαλμένο ἀπό τή λατινική του κοιτίδα, ἔπεφτε στήν ἀγκαλιά τοῦ ἑλληνισμοῦ…;».[37]
Φυσικά ἡ εἰρηνική ἀλλά ὄχι καί ἀναίμακτη διεργασία μεταβάσεως θά κρατήση σχεδόν τρεῖς ἀκόμη αἰῶνες, πού θά ἀποτελέσουν τήν Πρώϊμη ἤ Πρωτοβυζαντινή Περίοδο. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ostrogorsky: «Τά δύο αὐτά γεγονότα, δηλ. ἡ νίκη τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἡ ὁριστική μετάθεση τοῦ πολιτικοῦ κέντρου τοῦ Κράτους στήν ἐξελληνισμένη Ἀνατολή, ἐγκαινιάζουν τήν βυζαντινή ἐποχή».[38]
Καί ὅπως ὅμως γράφει ὁ Ὄσβαλτ Σπένγκλερ: «Ἀπό τότε, τό ὄνομα τῶν Ἑλλήνων περνάει σιγά-σιγά καί ἀπαρατήρητα στό χριστιανικό ἔθνος».[39]
Πρός ἑλληνιστικοῦ τύπου Μοναρχία
Ὁ Κωνσταντῖνος Α’ ὑπῆρξε συνεχιστής τῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἀναπτύσσοντας ἕναν νέο τύπο Μοναρχίας.
Ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Αὐγούστου, μέ τήν ἀπορρόφησι τῶν νέων περιοχῶν τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία εἶχε ἀρχίσει νά δανείζεται στοιχεῖα ἀπό τά Ἑλληνιστικά Βασίλεια, κυρίως μάλιστα ἀπό ἐκεῖνο τῆς Πτολεμαϊκῆς Αἰγύπτου. Καί ὅπως γράφει ὁ Vasiliev: «Ὁ Διοκλητιανός καί ὁ Κωνσταντῖνος ἤθελαν νά πετύχουν μία ὁριστική ὀργάνωση τῆς μοναρχίας καί γιά τόν σκοπό αὐτό ἀντικατέστησαν τούς ρωμαϊκούς θεσμούς μέ τίς συνήθειες πού ἐπικρατοῦσαν στήν Ἑλληνιστική Ἀνατολή».[40]
Ὅπως γράφει ὁ H. St. L. B. Moss «Ἡ ἄνοδος ἑνός χριστιανοῦ αὐτοκράτορα στό θρόνο ἔδωσε στόν Εὐσέβιο τήν εὐκαιρία νά προσαρμόσει τήν ἑλληνιστική θεωρία γιά τή βασιλική ἐξουσία στίς καινούργιες συνθῆκες».[41] Ὁ καθηγητής Μίλτων Ἀνάστος ἐπισημαίνει πώς -μέ ἀρχιτέκτονα τόν Εὐσέβιο Καισαρείας- συμβιβάσθηκε ὁ χριστιανισμός μέ τήν ἑλληνιστικοῦ τύπου βασιλεία: «Ὁ ἐκχριστιανισμός τῆς ἑλληνιστικῆς θεωρίας περί βασιλείας φαίνεται ἴσως σαφέστερα στόν χαρακτηρισμό τοῦ Κωνσταντίνου ὡς “ἰσαποστόλου”, ἤ ὡς “δεκάτου τρίτου Ἀποστόλου”… ἡ ἰδέα ἑνός δέκατου τρίτου προσώπου στό πλευρό τῆς παραδοσιακῆς δωδεκαμελοῦς ὁμάδας, ἀποτελεῖ προσαρμογῆ τοῦ ἑλληνιστικοῦ προηγούμενου, βάσει τοῦ ὁποίου ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος π.χ. ἀνακηρύχθηκε δέκατος τρίτος θεός…».[42]
Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ Σαράντος Καργάκος: «Ὅπως ὁ Διοκλητιανός, ἔτσι κι αὐτός (ὁ Κωνσταντῖνος) ἀπό Princeps (=πρῶτος πολίτης) μεταβάλλεται σέ dominus (κυρίαρχος, ἀπόλυτος μονάρχης). Κάτω ὅμως ἀπό τήν ἐπίδραση τῆς χριστιανικῆς ἰδεολογίας παύει πιά νά θεωρεῖται Θεός, ὅπως ὅλοι οἱ πρό αὐτοῦ αὐτοκράτορες καί γίνεται ὁ “ἐκλεκτός του Θεού”, ὁ οἰονεῖ τοποτηρητής του ἐπί τῆς γῆς, πού κυβερνᾶ ἐν ὀνόματι Αὐτοῦ “χάριτι θεία”».[43] Μάλιστα, κατά τόν Andre Piganiol «ὅλα ὅσα ὁ Πλάτων ὀνειρεύθηκε γιά τήν πόλι, πραγματοποιήθηκαν στούς κόλπους τοῦ ἀχανούς Κράτους».[44]
Ὁ Κωνσταντῖνος ὡς Αὐτοκράτωρ, ἐγκατέλειψε τό στέφανο πού φοροῦσαν οἱ Ρωμαῖοι Αὐτοκράτορες καί υἱοθέτησε τό διάδημα τῶν Ἑλλήνων Βασιλέων τῆς Ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. Μέ τίς διοικητικές μεταρρυθμίσεις του, συγκρότησε ἕνα πολύπλοκο σύστημα ἐξουσίας βασισμένο στά ἑλληνιστικά πρότυπα, μέ εἰδική ἐθιμοτυπία, τό ὁποῖο ὑπῆρξε ἡ ἀπαρχή τῆς περίφημης βυζαντινῆς γραφειοκρατίας.[45] Μεταξύ ἄλλων:
Περιόρισε τήν δικαιοδοσία τῶν ἐπάρχων τῶν πραιτορίων, κατήργησε τό ἀξίωμα τῶν Υπάτων, αὔξησε τόν ἀριθμό τῶν ἐπαρχιῶν ἀπό 90 σέ 120, ἀναδιοργάνωσε τήν δημόσια διοίκησι, διαίρεσε τό στράτευμα σέ στρατό προκαλύψεως καί στρατό κρούσεως, ἀναδιοργάνωσε τίς λεγεῶνες καί τοποθέτησε δύο στρατηγούς, ἕναν τοῦ πεζικοῦ καί ἕναν τοῦ ἱππικοῦ. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ostrogorsky: «Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος συμπλήρωσε καί τελειοποίησε τό μεταρρυθμιστικό ἔργο τοῦ Διοκλητιανοῦ μέ ἀποτέλεσμα νά προκύψει ἕνα νέο σύστημα, πού ἔγινε ἡ βάση τῆς βυζαντινῆς διοικήσεως».[46]
Ὁ Κωνσταντῖνος Α’, κρατώντας τήν Κωνσταντινούπολι (ψηφιδωτό στόν Ναό Ἁγίας Σοφίας (περί τό 1000 μ. Χ.)
Οἱ φόνοι Λικινιανοῦ, Κρίσπου & Φαῦστας
Γεγονότα πού προβλημάτισαν τούς ἱστορικούς ἐρευνητές ὑπήρξαν οἱ δυναστικοί φόνοι πού διέπραξε ὁ Κωνσταντῖνος.
Κατ’ ἀρχήν, μέ τήν ὑποκίνησι αὐλοκολάκων, διέταξε τήν θανάτωσι τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Λικινιανοῦ. Τοῦτο ἔπραξε διότι στό πρόσωπό του διέβλεπε ἕναν πιθανό ἀντίπαλο, ἰδίως ἀφοῦ εἶχε σκοτώσει τόν πατέρα του. Συνταρακτική ἐπίσης, ὑπῆρξε ἡ ἀπόφασίς του τό 326 νά ἐκτελέση τόν πρωτότοκο υἱό του, Κρίσπο. Σύμφωνα μέ τούς ἱστορικούς Ζώσιμο (6ος αἰώνας) καί Ἰωάννη Ζωναρᾶ (12ος αἰώνας), ἡ σύζυγος τοῦ Κωνσταντίνου Φαῦστα, ζήλευε τόν Κρίσπο, διότι φοβόταν ὅτι αὐτός καί ὄχι οἱ υἱοί της θά διεδέχοντο τόν Αὐτοκράτορα. Ἔτσι, ἰσχυρίσθηκε στόν Κωνσταντῖνο ὅτι ὁ Κρίσπος τῆς πρότεινε νά συνάψουν ἐρωτικό δεσμό καί ὄταν ἐκείνη τόν ἔδιωξε, τότε ὁ Κρίσπος ἀποπειράθηκε νά τήν βιάση! Γνωστός γιά τόν ὀξύθυμο χαρακτήρά του, ὁ Κωνσταντῖνος κατηγόρησε τόν Κρίσπο γιά προδοσία καί διέταξε τήν ἐκτέλεσί του.
Κατόπιν ἡ μητέρα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἑλένη, ἐπέκρινε αὐστηρότατα τόν υἱό της γιά τήν ἀποτρόπαια πράξι του καί συνέβαλε στό νά ἀποκαλυφθῆ ἡ συνομωσία τῆς Φαῦστας ἐναντίον τοῦ Κρίσπου. Ὅπως ἦταν φυσικό, ὁ Κωνσταντῖνος μόλις πληροφορήθηκε τήν ἀπίστευτη σκευωρία τῆς Φαῦστας, τήν κατηγόρησε γιά μοιχεία καί διέταξε νά ἐκτελεσθῆ στό λουτρό της.
Ριζοσπαστική Νομοθεσία
Ἡ νομοθεσία τοῦ Κωνσταντίνου Α’ ὑπῆρξε ριζοσπαστική γιά τήν ἐποχή της καί σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπό τήν χριστιανική ἠθική ἀλλά καί «ἀπό τά τοπικά ἑλληνιστικά δίκαια» καί μέ σαφή «τάση νά προστατεύονται τά ἀδύνατα κοινωνικά μέλη ἀπό τήν αὐθαιρεσία τῶν δυνατῶν».[47] Μεταξύ ἄλλων:
- Προχώρησε σέ εὐρεία δημοσιονομική μεταρρύθμισι μέ εἰσαγωγή δικαιότερου φορολογικοῦ συστήματος (φόλλις, στέφανος, στεφανικόν χρυσίον, χρυσάργυρον κ.ἄ.).
- Ἔλαβε πληθώρα μέτρων γιά τόν περιορισμό τῆς μεγάλης ἔγγειας ἰδιοκτησίας εἰς βάρος τῆς μικρῆς.
- Ὑποστήριξε τά ἐλευθέρια ἐπαγγέλματα καί εἰδικότερα τούς ἰατρούς καί διδασκάλους ρητορικῆς.
- Κατήργησε τίς μονομαχίες καί τήν παράδοσι ἀνθρώπων στά θηρία ὡς μέσον ψυχαγωγίας.
- Ἀπαγόρευσε τήν διάκρισι δούλων καί ἐλευθέρων ὡς πρός τήν ἐπιβολή ποινῆς, κατήργησε τόν σταυρικό θάνατο καί τό σφράγισμα τοῦ προσώπου μέ πυρακτωμένο σίδερο.
- Κατέστησε τούς δικαστές ὑπεύθυνους γιά τυχόν παράνομες ἀποφάσεις τους μέ τήν ζωή καί περιουσία τους καί παραχώρησε τό δικαίωμα τοῦ δικάζειν σέ Ἐπισκόπους.
- Κατέστησε ποινικό ἀδίκημα τήν ἀπαγωγή κορασίδων καί ἐπέβαλλε αὐστηρότατες ποινές γιά τούς βιαστές.
- Καθιέρωσε τήν Κυριακή ὡς ἀργία.
- Ἔλαβε μέτρα ὑπέρ τῆς οἰκογενείας, καταδίκασε τήν μοιχεία καί τήν παλλακεία, ἀνύψωσε τόν ρόλο τῆς μητρότητος, ἰσχυροποίησε τόν θεσμό τοῦ γάμου καί προστάτευσε τήν περιουσία τῶν γυναικών μετά τόν γάμο.
- Χορήγησε ὑλική βοήθεια πρός τούς γονεῖς πού δέν εἶχαν τά μέσα νά μεγαλώσουν τά παιδιά τους, φρόντισε γιά τήν παιδεία τους καί ἔθεσε ὅρια στήν πατρική ἐξουσία.
- Θέσπισε διατάξεις περί διαζυγίου καί προικός.
- Πραγματοποίησε νομισματική μεταρρύθμισι μέ τήν καθιέρωσι τοῦ χρυσοῦ solidus, πού παρέμεινε γιά αἰῶνες τό ἰσχυρότερο νόμισμα τοῦ κόσμου. Ὅπως γράφει ὁ G. Ostrogorsky: «Ο solidus τοῦ Κωνσταντίνου (ἑλληνικά νόμισμα, ἀργότερα ὑπέρπυρον) ἔγινε ἡ βάση τοῦ βυζαντινοῦ νομισματικοῦ συστήματος γιά χίλια ὁλόκληρα χρόνια καί ἦταν γιά πολλούς αἰῶνες τό κατ’ ἐξοχήν νόμισμα τοῦ διεθνούς ἐμπορίου».[48] Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «Ἡ νομισματική μεταρρύθμισις τοῦ Κωνσταντίνου ὑπῆρξε τόσον ἐπιτυχής καί ἡ σταθερότης τοῦ νομίσματος παρέμεινε τόσον ἀδιατάρακτος, ὥστε εἰς τήν συνείδησιν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ τό παλαιόν χρυσοῦν νόμισμα ἐταυτίσθη πρός τό κωνσταντίνειον, χαρακτηριζόμενον ὡς “κωνσταντινάτο”…».[49]
- Διέταξε τήν ἀπογραφή τῆς περιουσίας τῶν ἐθνικῶν ναῶν, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν νά λειτουργοῦν. Κλείσθηκαν μόνο ναοί μέ ἄσεμνες λατρεῖες, ὅπως τῆς Ἀστάρτης στήν Φοινίκη καί ἀπαγόρευσε τίς νυκτερινές θυσίες.
- Στά ἀρνητικά του εἶναι ἡ καθιέρωσις τῆς ἀμείλικτης φορολογίας τοῦ «χρυσάργυρου» πού ὑπῆρξε ἐπαχθής γιά τούς κατοίκους τῆς Αὐτοκρατορίας.
Θρησκευτική Παλινωδία
Ἡ ἐξορία τοῦ Ἀρείου καί ἡ καταδίκη της αἱρέσεώς του ἀπό τήν Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας δέν ὑπῆρξε δυστυχῶς ὁριστική.
Ὁ Ἄρειος εἶχε πολλούς ὀπαδούς καί βλέποντας αὐτό τό γεγονός, ὁ Κωνσταντῖνος -λειτουργώντας ἐξισορροπιστικά- τό 327 ἀνεκάλεσε τόν Ἄρειο καί τούς ἀρειανιστές ἐπισκόπους ἀπό τήν ἐξορία. Ἡ κίνησις κατευνασμοῦ τοῦ Αὐτοκράτορος δέν ἀπέδωσε τά δέοντα. Ἡ μερική ἀνατροπή τῶν ἀποφάσεων τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄνοιξε τόν δρόμο γιά τήν σύγκλησι καί ἄλλων τοπικῶν συνόδων, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν γέννησι αἱρέσεων.
Τό 328 ὁ μεγαλύτερος ἀντίπαλός του Ἀρείου, Ἀθανάσιος ἔγινε Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας καί ἐκκίνησε διωγμό κατά τῶν ἀρειανιστῶν. Ἡ ἀπάντησις ἦταν μία τοπική σύνοδος ἀρειανιστῶν στήν Τύρο ἡ ὁποία καθαιροῦσε τόν Ἀθανάσιο!
Τότε ὁ Κωνσταντῖνος, προσπαθώντας νά ἐπιτύχη ἕναν συμβιβασμό, ζήτησε ἀπό τήν Σύνοδο τήν ἀποκατάστασι τοῦ Ἀρείου στήν ἱεροσύνη καί τήν ἐπιστροφή του στήν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν μάλιστα ὁ Ἀθανάσιος τό ἀρνήθηκε, ὁ Αὐτοκράτορας τόν ἐξόρισε στά Τρήβηρα! Φυσικά ὁ Κωνσταντῖνος ἀπαίτησε πρῶτα ἀπό τόν Ἄρειο νά δηλώση μέ ὅρκο ὅτι μένει πιστός στίς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί νά ἀπορρίψη τήν αἱρετική διδασκαλία του. Ὁ Ἄρειος δέχθηκε ἀλλά λίγο μετά εἶχε ἕναν περίεργο αἰφνίδιο θανατο.[50]
Ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου πάντως, ἔμελλε νά ταλανίση τήν Ἐκκλησία καί τήν Αὐτοκρατορία γιά περίπου 4 ἀκόμη δεκαετίες…
Γιατί ὑπῆρξε Μέγας & Ἅγιος: Μία ἐκτίμισις
Ἡ Ἱστορία καί ἰδιαίτερα ἡ Ἑλληνική Ἱστορία ὀνόμασε τόν Κωνσταντῖνο Α’, Μέγα. Καί ἡ Ἐκκλησία τόν ἀνακήρυξε Ἅγιο καί Ἰσαπόστολο. Καί οἱ δύο πράξεις εἶναι δικαιολογημένες.
Γιά τήν Ἱστορία ὑπῆρξε Μέγας, διότι εἶχε τήν ὑφή πού διακρίνει τούς ἱδρυτές Αὐτοκρατοριῶν. Καί ὁ ἴδιος ὑπῆρξε -ἔστω καί ἄθελά του- ἱδρυτής μιᾶς νέας Αὐτοκρατορίας. Φυσικά ἡ διεργασία αὐτή κράτησε σχεδόν 3 αἰῶνες μετά ἀπό αὐτόν. Ὅμως ἡ μεταφορά τοῦ κέντρου τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρξε ἡ ἀπαρχή τοῦ ἐξελληνισμοῦ της. Ἡ ἀπαρχή τῆς λεγομένης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ δέ ἐκχριστιανισμός της, ἔδωσε νέα ὤθησι στόν παραπαίοντα Ἑλληνισμό.[51]
Ἡ Ἐκκλησία τόν ἀνακήρυξε Ἅγιο καί Ἰσαπόστολο ἐπίσης δικαιολογημένα. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε σκληρός, ἀδίστακτος, ἴσως καί ἀμείλικτος. Παρασύρθηκε πολλές φορές σέ πράξεις πού δέν συνάδουν μέ τήν “ἁγιότητα” κατά τά χριστιανικά πρότυπα. Ὑπῆρξε ὅμως ἐκεῖνος πού ἄνοιξε τόν δρόμο στήν ἐπικράτησι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Ἑλληνισμός καί ὁ Χριστιανισμός ὑπήρξαν οἱ μεγάλοι ὠφελημένοι τῆς πολιτικῆς του. Καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ τό ἀπέδωσε δεόντως. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Ἑλληνισμός στήν συνείδησί του. Ὅπως γράφει ὁ Σ. Καργάκος: «Τουλάχιστον γιά τόν ἑλληνικό χριστιανικό κόσμο, εἶναι ὁ οἰονεῖ ἐθνικός ἅγιος…».[52]
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Ἡ Θράκη ἦταν ἐξελληνισμένη ἤδη ἀπό τόν 8ο π.Χ. αἰώνα καί ὁ ἐξελληνισμός τῆς προωθήθηκε κατά τήν Ἑλληνιστική περίοδο, ἐνῶ προωθήθηκε πρός βορρᾶν κατά τήν Ρωμαϊκή ἐποχή. Οἱ Δάρδανες ἦταν πρωτοελληνικό ἤ θρακικό φύλο πού ἔποικοί του μετακόμισαν στήν Τρωάδα. Ἀπό αὐτούς ὁ Ἑλλήσποντος ἀπεκλήθη Δαρδανέλλια. Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει ὅτι ἡ ἡγέτιδα τάξις ἦταν κυρίως ἑλληνική καί οἱ Ρωμαίοι τούς θεωροῦσαν Ἕλληνες.
[2] Τοῦτο συνέβη μετά τήν μάχη τῆς Χρυσουπόλεως στίς 18 Σεπτεμβρίου 324 ὅπου νίκησε τόν τελευταῖο ἀντίπαλό του Λικίνιο.
[3] Σημαίνει ὅτι μέ αὐτό τό σημεῖο (τοῦ Σταυροῦ) νά νικᾶς.
[4] Τό 317, ἀφοῦ ἔδωσε στούς υἱούς του τό ἀξίωμα τοῦ Καίσαρος, διέταξε νά κατασκευασθῆ καί ἡ πρώτη Χριστιανική Σημαία, μέ τό μονόγραμμα ΧΡ. Τό λεγόμενο «Λάβαρον».
[5] Τό σημερινό Μιλάνο τῆς Ἰταλίας.
[6] Ἐπρόκειτο γιά ἕναν ἱερέα τῆς Ἀλεξανδρείας, μᾶλλον λιβυκῆς καταγωγῆς, πού εἶχε ἐπηρεασθεῖ ἀπό ἀνατολίτικες, νεοπλατωνικές ἐπιρροές καθῶς καί ἀπό ἐπιρροές Σενεκισμοῦ καί Ὠριγενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἄρχισε τό αἱρετικό κήρυγμά του περί τό 318.
[7] Μετέπειτα χαρακτηρισθεῖς Μέγας καί Ἅγιος.
[8] Προηγήθηκε μία ἀνεπίσημη σύνοδος στήν Ἀλεξάνδρεια καί στήν Ἄγκυρα τῆς μικρασιατικῆς Γαλατίας.
[9] Ἀπό τήν Σύνοδο ἀπουσίασε ὁ Πάπας Σιλβέστρος Α’ καί κορυφαῖοι κληρικοί τῆς Δύσεως, προφανῶς ἀντιδρώντας στήν στροφή τῆς Αὐτοκρατορίας πρός τήν Ἑλληνιστική Ἀνατολή.
[10] VC, 3.42-47
[11] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 41.
[12] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 42.
[13] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Τρίτος, σελ. 453 – 454.
[14] Κατά τόν A. Harnack, στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἐπικρατήσει περίπου στό ἥμισυ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μικρᾶς Ασίας, τῆς Θράκης καί Δαρδανίας, τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου, τῆς Θεσσαλίας, τῆς Ἀχαϊας, τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, τῆς Κύπρου, τῆς Ρώμης, τῆς κεντρικῆς καί νοτίου Ἰταλίας, τῆς Ἀρμενίας, τῆς Κοίλης Συρίας, τῆς Ἀλεξανδρείας καί Θηβαϊδος, τῆς βορείου Ἀφρικῆς καί τῶν νοτίων ἀκτῶν τῆς Γαλατίας. Εἶχε ἐπίσης περιορισμένη διάδοσι στήν Παλαιστίνη, τήν Φοινίκη, τήν Μεσοποταμία, τήν Δαλματία, τήν Μοισία καί Παννονία, τήν ἀνατολική βόρειο Ἰταλία, τήν Μαυριτανία καί τήν Τριπολίτιδα. («Die Mission und Ausbreitung des Christentums in den ersten drei Jahrhunderten» - Λειψία, 1924)
[15] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α΄ σελ. 71.
[16] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» Τόμος Ζ’ σελ. 35.
[17] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α΄ σελ. 69.
[18] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» Τόμος Ζ’ σελ. 258.
[19] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α΄ σελ. 74
[20] Κατά τήν Ρωμαϊκή παράδοσι, μετά τήν ἅλωσι τῆς Τροίας ἀπό τούς Ἀχαιούς, ὁ Αἰνείας καί οἱ ἐπιζήσαντες Τρῶες μετέβησαν στό Λάτιο τῆς Ἰταλίας καί θεμελίωσαν τήν Ρώμη. Συνεπῶς οἱ Ρωμαῖοι ἀνήγαγαν τήν καταγωγή τους στούς Τρῶες.
[21] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 104.
[22] Τό Βυζάντιο ὑπετάγη στούς Πέρσες τό 515 π.Χ. καί 15 χρόνια μετά μετεῖχε στήν ἐπανάστασι τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἰωνίας κατά τῶν Περσῶν οἱ ὁποῖοι τό κατέστρεψαν. Τό 480 π.Χ. τό Βυζάντιο ξανακτίσθηκε καί ἐντάχθηκε στήν Ἀθηναϊκή Συμμαχία καί τό 341 π.Χ. ἐντάχθηκε στήν ὑπό τόν Φίλιππο πανελλήνια συμμαχία. Τό 196 μ.Χ. κυριεύθηκε ἀπό τόν Σεπτίμιο Σεβῆρο, ὁ ὁποῖος κατεδάφισε τίς ὀχυρώσεις καί κατήργησε τήν αὐτόνομία τῆς πόλεως. Ὅμως τό 212, ὁ Καρακάλλας τῆς παραχώρησε ξανά τήν αὐτονομία της καί ἐκτέλεσε μεγάλα ἔργα ὀνομάζοντας τήν Ἀντωνιάνα.
[23] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 138.
[24] «Βυζαντινός Πολιτισμός», σελ. 31
[25] Φαίδωνος Κουκουλέ «Βυζαντινῶν βίος καί πολιτισμός» τόμος ΣΤ’, σελ. 115, Ἰωάννου Σπ. Παναγιωτακόπουλου «Οἱ βυζαντινές ρίζες τῆς Εὐρώπης καί ἡ θεωρία τῆς εὐρωπαϊκῆς ὀφειλῆς στό Ἰσλάμ».
[26] Διον. Ζακυθηνοῦ «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 34.
[27] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο», Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 8.
[28] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι σελ. 22.
[29] «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 141.
[30] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 105.
[31] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Α’ Τόμος, σελ. 2.
[32] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 46.
[33] «Βυζαντινός Πολιτισμός» σελ. 19.
[34] «Τί εἶναι τό Βυζάντιο» σελ. 57.
[35] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος, σελ. 87.
[36] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος, σελ. 68.
[37] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 68.
[38] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 84 – 85.
[39] «Ἡ παρακμή τῆς Δύσης», τόμος Β’, σελ. 220.
[40] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος, σελ. 87.
[41] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 34.
[42] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 322.
[43] «Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως» Τόμος πρῶτος, σελ. 56.
[44] «L’ empire chretien» σελ. 401.
[45] Μετέτρεψε τήν Σύγκλητο σέ σῶμα τιμητικό, χωρίς ἁρμοδιότητες, ἵδρυσε ὡς συμβουλευτικό σῶμα τό «θεῖον κονσιστόριον», σχημάτισε ἕνα κύκλο ἀνωτέρω ὑπαλλήλων τοῦ Κράτους ὅπως ὁ πραιπόσιτος, ὁ μάγιστρος τῶν ὀφφικίων, ὁ comes sacrorum largitionum (ὑπουργός οἰκονομικῶν), ὁ comes rerum privatum κ.λπ.
[46] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος, σελ. 91.
[47] Ἰωάν. Καραγιαννοπούλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 74.
[48] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος, σελ. 101. «Δολλάριον τοῦ Μεσαίωνος» τό ἀποκάλεσε ὁ Steven Runciman («Βυζαντινός Πολιτισμός»).
[49] «Βυζαντινή Ἱστορία», Α σελ. 113.
[50] Ἦταν τήν ἡμέρα πού μέ τούς ὀπαδούς τοῦ πανηγύριζε τήν ἀποκατάστασί του καί τήν θεία μετάληψι ἀπό τόν ἴδιο τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, Ἀλέξανδρο. Ξαφνικά ἔνοιωσε στομαχική ἀδιαθεσία καί ἐπισκέφθηκε ἀφοδευτήριο. Λίγο μετά βρέθηκε ἐκεῖ μπρούμυτα, μέ τήν κοιλιά του σκασμένη καί τά σπλάγχνα του ἔξω. Ὁ ἀφύσικος αὐτός θάνατος ἔδωσε ἀφορμή γιά ὑποψίες δηλητηριασμοῦ τοῦ Ἀρείου.
[51] Γι’ αὐτό οἱ Παπικοί τόν ἀποστρέφονται καί μετά τό Σχίσμα κανένας Πάπας ἤ δυτικός ἡγεμόνας δέν ἔλαβε τό ὄνομά του.
[52] «Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως», Τόμος πρῶτος, σελ. 104.