ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α' Ο ΜΕΓΑΣ & ΕΛΕΝΗ: "ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΟΥ, ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ

Υἱός τοῦ στρατηγοῦ καί καίσαρος Κωνσταντίου Χλωροῦ μέ θρα­­­κι­κή - δαρδανική κα­τα­γωγή[1] καί τῆς Ἑλένης, μίας Ἑλ­λη­νί­δος κό­ρης παν­δο­χέως ἀπό τό Δρέπανο τῆς Βι­θυνίας, ὁ Κων­­στα­ντῖνος Α’ ὁ Μέγας κα­τέ­στη τό ἔτος 324 μ.Χ. ὁ ἀποκλει­στι­κός Αὐ­­το­κρά­τορας τῆς Ρω­μαϊκῆς Αὐ­το­κρα­τορίας, μετά ἀπό μακρά πε­ρί­οδο σκληρῶν καί πο­λυμέ­τω­πων ἐμφυ­λίων συγκρού­σε­ων.[2]

Κων­­στα­ντῖνος Α’ ὁ Μέγας

“ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”

Ἦταν ἡ παραμονή τῆς μάχης στήν Μουλβία (ἤ Μιλβία) Γέ­φυ­­ρα, ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος ἰσχυρίσθηκε ὅτι εἶδε ὡς ὅραμα στόν οὐ­­ρα­­νό ἕνα φω­­τεινό ση­μεῖο τοῦ Σταυροῦ καί γύρω τοῦ τήν φω­τεινή ἐπι­­γρα­φή «ΕΝ ΤΟΥ­ΤΩ ΝΙ­ΚΑ»[3]. Ἀμέσως διέταξε νά χαρα­χθῆ στίς ἀσπί­δες τῶν στρα­­τιωτῶν του τό μονόγραμμα τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ (ΙΧ). Τήν ἐπο­μέ­νη -28η Ὀκτωβρίου τοῦ 312- συ­νέ­τρι­ψε τόν ἀντί­­­­­πα­λό του Μα­ξέ­ντιο καί μία ἡμέρα μετά εἰσῆλθε θριαμ­βευ­τής στήν Ρώ­μη.[4]

 

Ἡ μάχη στήν Μουλβία Γέ­φυ­­ρα (τοιχογραφία στό Βατικανό)

Τό ἑπόμενο ἔτος -313- ὁ Κων­στα­­­ντῖνος καί ὁ Λικίνιος προσυ­πέ­­­­γραψαν τό Ἔδικτο τῶν Μεδιολά­νων[5], μέ τό ὁποῖο ἐπιβλήθηκε στό Ρωμαϊκό Κράτος ἡ ἀνεξιθρη­σκεία, νομιμοποιή­θηκε ὁ Χριστια­νι­­σμός ὡς “religio licita” (ἐπιτρε­πό­μενη θρησκεία) καί κατέπαυ­σαν οἱ διώξεις τῶν Χριστιανῶν. Ἡ καίρια ὅμως στι­γμή πού ὁ Κωνσταντῖνος Α’ ἐκδηλώθηκε σα­­­­φῶς ὑπέρ τοῦ Χριστια­νι­σμοῦ, ὑπῆρξε τό 325 μέ τήν Α’ Οἰκουμε­νική Σύνοδο τῆς Νικαίας. Ἀφορμή της ὑπῆρξε ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου[6], ἡ ὁποία ἀμφισβη­τοῦσε τό «ὁμοούσιον» τοῦ Χριστοῦ διδάσκωντας ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶ­ναι ἰσόκυρός του Θεοῦ, ἀλλά τό πρῶτο κτίσμα του καί μετεῖχε στήν θεότητα «κατά χάριν καί ὄχι κατ’ οὐσίαν». Κύριος ἀντίπαλός του Ἀρείου ὑπῆρξε ὁ διάκονος καί κατόπιν ἐπίσκοπος Ἀλεξαν­δρεί­ας Ἀθανά­σιος.[7]

Μέ ἀφορμή τήν ἐπίλυσι αὐτῆς τῆς διαφορᾶς, ὁ Κωνσταντῖνος μετά ἀπό διεργασίες[8] συγκάλεσε τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χριστιανοσύνης στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Σέ αὐτήν συμμετεῖχαν 318 ἐπιφανεῖς κληρικοί -οἱ περισσότεροι Ἕλληνες- καί προήδρευσε ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτορας, παρότι ἀκόμη δέν εἶχε βαπτισθεῖ Χριστια­νός.[9] Μάλιστα δέν δί­στα­­­σε νά ἐκφράση τίς ἀπόψεις τοῦ ὁμιλώ­ντας τήν ἑλληνική γλῶσσα. Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρεί­­­ου, ὁ ὁποῖος ἐξορί­σθη­κε. Σέ αὐτήν συντάχθηκαν γιά πρώ­­τη φο­­ρά καί τά 7 πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, καθώς καί 20 Ἐκκλη­σια­στι­κοί Κανόνες.

Τό ἔτος 326, ἡ Ἑλληνίδα καί Χριστιανή μητέρα τοῦ Αὐτοκρά­το­ρος, Ἑλέ­νη, προ­χώ­ρησε σέ μία ἀκόμη ἐμβληματική πράξι πρός τήν κατεύθυ­νσι ἐκχριστιανισμοῦ τῆς Αὐτοκρατορίας: Μετέβη γιά προ­­σκύ­νημα στούς Ἁγίους Τόπους. Κατά τόν Εὐσέβιο[10] ἐπεδόθη σέ πρά­­ξεις φι­λαν­θρω­πίας, συντηρώντας κοινότητες καί ἀνεγείρο­ντας μονές καί ἱδρύ­ματα κοινῆς ὠφελείας. Βρῆκε τούς τόπους Γεννήσεως, Σταυρώσεως καί Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτοκρατορικές χορηγίες ἀνήγειρε τόν μεγα­λο­­­πρε­πή Ναό τῆς Γεννήσεως στήν Βηθλεέμ καί τόν Ναό τῆς Ἀνα­­στάσεως στόν Γολγοθά. Ναοί πού ἀποτελοῦν ἔκτοτε τά ση­μα­­­­ντι­­κότερα μνημεῖα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἐπικρατεῖ μάλιστα ἡ θε­ω­ρία ὅτι σέ ἐκείνην ὀφείλεται καί ἡ εὔ­ρεσις τοῦ Τιμίου Σταυ­ροῦ. Μετά τό ταξείδι της στούς Ἁγίους Τόπους, ἐγκαταστάθηκε μό­νι­μα στήν Νικομήδεια, ὅπου καί ἀπεβίωσε τό 329 σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Ἡ Ἐκκλησία τήν ἀνακήρυξε Ἁγία καί Ἰσαπόστολο.

Γιατί τόν Χριστιανισμό;

Ἡ ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία, τό ὀλυμπικό πάνθεον, ὅπως αὐ­­τό ἴσχυε τόν 5ο π.Χ. αἰ­ώ­να εἶχε πλήρως ὑπονομευθῆ ἤδη ἀπό τά Ἑλληνιστικά χρόνια ὅπως εἴδαμε. Τόσο ὁ Ἑλληνιστικός, ὅσο καί ὁ Ἑλληνορωμαϊκός Κόσμος εἶχαν γεμίσει ἀπό θεουργίες, ἀστρολο­γίες, μα­γεί­ες, μαγ­γανεῖες καί δει­σιδαιμονίες. Ὅπως γράφει ὁ Διο­νύ­σιος Ζακυθηνός «εἰς τήν θέσιν τῶν χαριεσῶν μορφῶν τοῦ Ἑλλη­νι­κοῦ Ὀλύμπου, εἶχον ἐνθρονισθῆ ξόανα τῆς Ἀνατολῆς, θεοί τῶν Αἰ­γυ­πτίων καί τῶν Σύρων, θεότητες φρυγικαί, θεότητες καί πνεύ­μα­τα Ἰρανικά».[11] Ὅταν ἐμφα­νί­σθηκε λοι­πόν ὁ Χριστιανισμός, εἶχε μπρο­στά τοῦ ἕνα θρησκευτικό χά­ος καί μία ἀκμάζουσα ἀθεΐα. Δέν συγκρού­σθηκε μέ τήν θνήσκουσα πλέ­ον “πατρώα” θρησκεία τῶν Ἑλλήνων, ἀλ­λά μέ τίς ὑπόλοιπες μονοθεϊστικές θρη­σκεῖες: τόν Μιθραϊσμό, τόν Ζωρο­αστρι­σμό καί τόν Ἰουδαϊσμό.

Ὁ Χριστιανισμός ὑπῆρξε καθαρό δημιούργημα τῶν Ἑλληνι­στι­­κῶν Χρόνων καί ὄχι κάποια ἰουδαϊκή παραφυάδα. Ἐμφανίσθηκε με­τά ἀπό τουλάχιστον 4 αἰῶνες διαβρώσεως τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλληνι­κῆς θρησκείας ἀπό τόν ἀνατολισμό, τόν θρησκευ­τι­κό συγκριτισμό καί τήν θεοκρασία πού συνέβη κατά τά Ἑλληνι­στικά καί Ρωμαϊκά χρό­­­νια. Πρόκειται γιά Ἑλληνιστική Θρησκεία. Δημιούργημα τῆς ἑλ­λη­­νιστικῆς - ἑλληνορωμαϊκῆς ἐποχῆς. Γράφει ὁ καθηγητής Δ. Ζα­κυ­θηνός: «Ὁ Ἑλληνισμός διά τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ ἐπλαισίωσε τήν νέαν θρησκείαν».[12] Τοῦτο συνέβη διότι ἔ­δω­­­­σε στόν Χρι­στια­νι­σμό τήν γλῶσσα, τήν ὁρολογία, τίς βασικές ἔν­­νοιες, τήν θεο­λο­γία, τήν ἠθική καί τήν μεταφυσική του. Ὅπως γράφει ὁ Κ. Πα­παρ­ρηγόπουλος: «ὁ ἐξελληνισμός τῆς Ἀνατολῆς εἰργάσθη ἐπι­τυ­χῶς περί τήν διάνοιξιν τῆς λεωφόρου δι’ ἤς ἔμελλε νά βαδίση ὁ χριστιανισμός».[13]

Κύριος λόγος τῆς πτώσεως τῶν Ἑλληνιστικῶν Βασιλείων ὑπῆ­ρξε ἀκριβῶς ὅτι δέν ὑπῆρχε ἕνας συνεκτικός κρίκος, ἕνας ὁμογε­νο­­­ποιητικός παράγων, μία κεντρική ἰδεολογία καί πίστις πού νά συ­ν­δέη τό πολυφυλετικό ὑπόβαθρό τους. Ὁ συγκριτισμός καί ἡ θε­ο­­­κρασία δέν εὐοδώθηκαν.

Οἱ πρῶτες ἑπτά Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἤκμασαν στήν Ἔφε­σο, τήν Σμύρνη, τήν Πέργαμο, τήν Θυατείρα, τίς Σάρδεις, τήν Φι­­λαδέλφεια καί τήν Λαοδίκεια. Ὅλες πόλεις ἑλληνικές! Ἄρχισε δέ νά διαδίδεται ἀπό πολύ νωρίς στήν Ἀλεξά­ν­δρεια, τήν Θράκη, τήν Κύπρο, τήν Κρήτη, τήν Θεσσαλονίκη, τόν Πόντο καί στήν ὑπό­­­­λοιπη Ἑλλάδα.[14] Τά κέντρα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στίς ἀρ­χές τοῦ 4ου αἰ­ῶνος βρίσκονταν στήν ἑλληνική Μικρά Ἀσία. Ὅ­πως γρά­φει ὁ Vasiliev: «…ἡ νίκη τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶχε ἐπιτευ­χθεῖ σέ ὅλη τή Μικρά Ἀσία, πρίν ἀκόμη ἐμφανισθεῖ ὁ Κωνστα­ντῖ­νος…».[15]

Ἡ Πολυμνία Ἀθανασιάδη - Fowden ἀναφέρει: «Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Εὐσεβίου, ὁ Κωνσταντῖνος ἐπι­δί­ω­ξε ἡ ἰδέα τῆς οἰ­κου­­με­νι­κό­τητας τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους νά προ­­­βάλ­λεται ὄχι μόνο στό πο­λιτικό ἐπίπεδο ἀλλά καί στό θρη­σκευ­τικό καί φρόντισε ὥστε ὁ Χρι­στιανισμός, μέ τό παναν­θρώ­πινο μήνυμα καί μέ τήν παναν­θρώ­πινη ἀποστολή του νά ἑδ­ραι­­ω­θεῖ ἐπά­νω σέ ἑνιαῖο δόγμα».[16] Εἶναι βέβαιο, ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἠθέλησε νά χρησιμοποιήση λοι­­πόν τόν Χριστιανισμό, ὡς αὐτόν τόν ἑνιαῖο ὁμογενοποιητικό πα­­­ράγοντα πού ἔλειπε ἀπό τήν Αὐτοκρατορία του. Ὅπως γράφει ὁ Α. Α. Vasiliev: «…ἔχοντας ἀναγνωρίσει ὅτι ὁ Χριστιανισμός προ­ο­ρι­ζόταν νά γίνει μία παγκόσμια δύναμη, τόν χρη­σι­μοποίησε».[17] Πράγματι, ὁ Χριστιανισμός εἶχε ὅλες τίς κατάλληλες ἰδιότητες γιά νά διαδραματίση ὁμοιογενοποιό ρόλο. Διέθετε ἑνιαῖο δόγμα, δυναμισμό καί ἀναγνώρισι τῆς ἐγκόσμιας ἐξουσίας. Ὅπως χαρα­κτη­­ριστικά γράφει ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «Ἡ χριστιανι­κή διδασκαλία, μέ τό κήρυγμα ὑποταγῆς στόν κο­σ­μικό ἄρχοντα («πά­σα ψυχή ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέ­σθω, οὐ γάρ ἔστιν ἐξου­σία εἰ μή τοῦ θεοῦ. Αἱ δέ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπό τοῦ Θεοῦ διαταγή ἀνθέστηκεν»), παρέσχε ἠθική ὑποστή­ρι­ξη στή μοναρχία».[18] Ἔτσι, ὅπως σημειώνει ὁ Vasiliev: «Κατάλαβε ὁ Κωνσταντῖνος ὅτι στό μέλλον ὁ Χρι­στιανισμός θά ἦταν ἡ κύρια ἑνωτική δύ­ναμη ἀνάμεσα στίς φυλές τῆς Αὐ­το­­κρα­το­ρίας».[19]

Ἡ ἵδρυσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως: Ἑλληνίδα Πόλις

Κύριο μέλημα τοῦ Κωνσταντίνου ἐπίσης ὑπῆρξε ἡ κτίσις ἑνός νέου πολιτικοῦ καί διοικητικοῦ κέντρου τῆς Αὐτοκρατορίας, διότι ἡ Ρώμη εἶχε παύσει πρό πολλοῦ νά ἀποτελῆ τό γεω­πο­λι­­τικό κέν­τρό της. Ὁ γοτθικός κίνδυνος στόν Δού­να­­­βη καί ὁ περσικός κίνδυ­νος στήν Ἀσία ἀπει­λοῦσαν τήν Αὐτο­κρα­­­τορία καί ἡ Ρώμη ἦταν πλέ­­ον πολύ μακρυά γιά νά ὀργανώση τήν ἄμυνα.

Σύμφωνα μέ τόν ἱστορικό Σουιτώνιο (Ι, 79), ὁ Ἰούλιος Καί­σαρ ἦταν ὁ πρῶτος πού σκέφθηκε τήν μεταφορά τῆς πρωτεύ­ου­σας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τήν Ρώμη στήν Ἑλληνιστι­κή Ἀλε­ξά­­νδρεια ἤ στό ἀρχαῖο Ἴλιον (Τροία). Ἀκολούθως ὁ Διοκλητιανός γιά πρώτη φορά ἐστράφη πρός τήν Ἑλληνιστική Ἀνατολή ὅταν ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Νι­κο­­­μήδεια καί ἄφησε τόν συναυτοκράτορα Μαξιμιανό νά διοικεῖ τό δυτικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας στήν Ρώμη. Ἦταν ὅμως ὁ Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος πού ὁριστικά θά μετέ­φε­ρε τήν πρωτεύουσα καί θά δημιουργοῦσε τήν «Νέα Ρώμη». Ἀρχικά ἐπέλεξε καί ἐκεῖνος τήν Τροία ὡς πόλι πού κατά πα­ρά­δοσιν προέρχονταν οἱ Ρωμαῖοι.[20] Μάλιστα χάραξε προσωπικά τά ὅρια τῆς μελλοντικῆς πόλεως καί ἄρχισε τά ἔργα τῶν τοιχῶν της.

Τελικά, ἐγκατέλειψε τήν ἰδέα τῆς Τροίας καί ἐστράφη πρός τήν ἑλληνική πόλι τοῦ Βυζαντίου. Ὅπως γράφει ὁ Georg Ostrogo­r­sky, ἡ ἐπιλογή: «ἔδωσε στήν Αὐτοκρατορία ἕνα ἰσχυρό κέ­ν­τρο στήν Ἀνατολή, ὅταν ἀνοικοδόμησε τήν ἀρχαία ἑλληνική ἀποι­κία, τό Βυ­ζά­ντιο, στίς ἀκτές τοῦ Βοσπόρου καί τήν ἀνύψωσε σέ πρω­­τεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας».[21]

Τό Βυζάντιο εἶχε ἱδρυθῆ ἀπό Μεγαρεῖς, Ἀργείους καί Βοιω­τούς ἀποίκους ὑπό τόν Βύζαντα τόν Μεγαρέα τό 659 π.Χ. στήν εὐ­­ρω­­­παϊκή παραλία τοῦ Βοσπόρου, ἀπέναντι ἀπό τήν ἐπίσης ἑλλη­­νική πόλι Χαλκηδόνα, πού εἶχε ἱδρυθῆ τό 686 π.Χ. Τό 628 τό ἐμ­πλού­τισαν καί ἄλλοι Ἕλληνες ἄποικοι ὑπό τόν Ζεύξιππο.[22] Ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος μετέφερε τήν πρωτεύουσα ἐκεῖ, βρῆκε μία ἀμιγῶς ἑλληνική πόλι, μέ ἑλληνικό πλη­­­­­θυσμό, ναούς, θέ­ατρο, ἀγορά καί τετράστοο στάδιο.

Ἡ ἐπιλογή τοῦ Βυζαντίου ὡς νέας πρωτεύουσας ὑπῆρξε με­γα­­­λο­φυῆς. Μέ μοναδική στρατηγική θέσι, κτισμένη με­ταξύ Ἀσίας καί Εὐρώπης, προσιτή μόνο ἀπό μία πλευρά ἀπό ξη­­ρά, βρεχόμενη ἀ­να­­τολικά ἀπό τόν Βόσπορο, βόρεια ἀπό τόν Κε­ράτιο καί νότια ἀπό τήν θάλασσα τοῦ Μαρμαρά, ἤλεγχε ἀπόλυτα τίς συγκοινω­νίες με­ταξύ Εὐρώπης καί Ἀσίας, καθώς καί τόν θα­λάσσιο διάδρο­μο ἀ­πό τό Αἰγαῖο πρός τήν Μαύρη Θάλασσα. Ἀποτέλεσμα συνε­πῶς «ὀρ­θῆς στρατιωτικῆς καί πολιτικῆς ἐκτιμήσεως»[23], κατέ­στη ὁ ση­­μα­ντι­κότερος ἐμπορικός καί συγκοι­νω­νια­­κός κόμβος τοῦ κόσμου.

 

Βύζας ὁ Μεγαρεύς: ὁ ἱδρυτής τῆς πόλεως τοῦ Βυζαντίου 

Ἡ ἀνοικοδόμησις ἄρχισε στίς 8 Νοεμβρίου 324 μέ τόν “πο­λι­σμό” της, δηλαδή τήν ρωμαϊκή τελετή ἱδρύσεως τῆς πόλεως τήν ὁποί­α διηύθυνε ὁ νεοπλατωνικός φιλόσοφος καί μαθητής τοῦ Ἰαμ­β­λίχου, Σώπατρος. Σωρεία ἀριστουργημάτων τῆς ἀρχαίας ἑλ­λη­­νι­κῆς, ἑλληνιστι­κῆς καί ἑλλη­νορωμαϊκῆς τέχνης μεταφέρθηκαν στήν Κωνσταντι­νού­πολι, ἀπό τήν Ἀθήνα, τήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Έ­φε­σο, τήν Ἀντιό­χεια κ.λπ. Μεταξύ αὐτῶν ἔργα ἀνυπολόγιστης ἀ­ξί­­ας, ὅπως ἡ στη­λη τῶν Δελφῶν πού εἶχε ἀνεγερθεῖ σέ ἀνάμνησι τῆς μάχης τῶν Πλα­ταιῶν, ἡ Κνιδία Ἀφροδίτη, ἡ Ἀθηνᾶ τῆς Λίν­δου, ἡ Σαμία Ἦρα τοῦ Λυσίππου, ἡ Ἀφροδίτη τοῦ Πραξιτέλους, ὁ ἐλε­­φάντινος Ζεύς τοῦ Φειδίου κ.ἄ.

Ὁ Steven Run­ciman ἀναφέ­ρει πο­λύ χα­ρα­­κτη­­ρι­στι­κά: «Ἡ Κων­στα­­ντινούπολη χτίσθηκε σέ παράλια ἑλληνόφωνα καί ἐνσωμά­τω­­σε μία ἀρχαία ἑλληνική πόλη. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως ἔκαμε ἀκό­μα κάτι παραπάνω γιά νά δώσει ἔμφαση στόν ἑλληνισμό του. Ἡ πρω­­τεύουσά του θά ἦταν τό κέντρο τῶν τε­χνῶν καί τῶν γραμ­μά­των. Τῆς ἔχτισε βιβλιοθῆκες, πού τίς γέ­μι­σε μέ χειρόγραφα ἑλλη­νι­­κά. Ἀκόμα περισσότερο, γέμισε τούς δρόμους, τίς πλατεῖες καί τά μου­­σεῖα της μέ καλλι­τεχνικούς θη­­σαυρούς πού τούς ἔφερε ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς ἑλληνικῆς Ἀνα­τολῆς. Οἱ κάτοικοι τῆς Κωνστα­ντι­νο­ύ­πολης πού κυκλοφο­ρού­σαν κά­­θε μέρα μέσα στήν πόλη δέν ἦταν δ­υ­να­­τόν νά ξεχά­σουν πο­­τέ τή δόξα τῆς Ἑλληνικῆς τους κληρο­νο­μιᾶς».[24]

Τά ὅρια τῆς ἑλληνίδος πόλεως τοῦ Βυζαντίου ἐπεκτάθηκαν καί ἱδρύθηκαν μεγαλοπρεπῆ ἀνάκτορα, δημόσια κτίρια, ὑδρα­γω­γεία, στοές, πλατεῖες μέ ἀριστουργήματα ἀπό ἄλλες ἑλληνικές πό­­­λεις, σχολές, βιβλιοθῆκες κ.λπ. Τά ἐγκαίνιά της ἔγιναν πανηγυ­ρικά στίς 11 Μαΐου τοῦ 330 ἀλ­λά εἶναι σίγουρο ὅτι στήν Πόλι γινόντουσαν ἔργα ἀνοι­κοδο­μη­σεως τουλάχιστον μέχρι τό ἔτος 336. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε με­γαλοπρεπῆ Ναό στήν Ἁγία Εἰρή­νη καί ἔθεσε τά θεμέλια τοῦ πρώτου Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐπί­σης ἔκτισε τόν Ναό τῶν Ἁγί­ων Ἀποστόλων μέ σκοπό νά περι­συλ­λέξη τά λείψανα τῶν Ἀπο­­στό­λων σέ αὐτόν.

Γιά νά ἐνισχύση τόν πολισμό καί τήν σημασία της, ὁ Κων­στα­ντῖνος Α’ ἔλαβε σειρά μέτρων: Ὑποχρέωσε τούς μισθωτές γαιῶν στήν Μικρά Ἀσία νά ἀνεγείρουν οἰκίες στήν Κωνσταντινούπολι. Τήν ἐνέταξε στό jus italicum ἀπαλλάσοντάς την ἀπό τούς φό­­ρους τῶν μή ἰταλικῶν ἐπαρχιῶν. Ἐπέβαλλε τήν προμήθεια σίτου ἀπό τίς σιτοπομπές τῆς Ἀλε­ξα­νδρείας (332). Εἰσήγαγε τήν καθημερινή διανομή μερίδος ἄρτου σέ κάθε κά­τοικό της. Ἀνήγαγε τό βουλευτήριό της σέ «Σύγκλητο». Ἐπίσης ἵδρυσε Μέγα Διδασκαλεῖον (Πα­­νεπιστήμιο) καί Βιβλιο­θήκη πού περιελάμβανε καί χειρόγρα­φο 37 μέτρων τῆς Ἰλιά­δος καί τῆς Ὀδυσσείας, γραμμένο μέ χρυσά γράμματα στά ἔντερα ἑνός φιδιοῦ.[25]

Περί τό 381 ἡ Πόλις φαίνεται νά ἔλαβε καί τήν ὀνομασία «Νέα Ρώ­μη».[26] Μέ τήν μετακίνησι τῆς Πρωτεύουσας ὁ Κωνσταντῖνος οὐ­σια­­στι­κά ἔθεσε τά θε­μέλια γιά τόν ἐξελληνισμό τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐ­τοκρατορίας, ἀφοῦ κατά τήν Ἑλ. Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «προσε­ται­ρί­σθηκε ἔτσι τό ἑλληνικό καί ἐξελληνισμένο στοιχεῖο».[27] Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Karl Krumbacher «τό ἑλληνικόν στοιχεῖον, ἐνισχυθέν διά τῆς ἐντός τῆς ἐπικρατείας τοῦ ἰδικοῦ τοῦ πολιτισμοῦ κειμένης νέας πρωτευούσης τοῦ κράτους, ἀπέβη κραταιός καί τά πάντα κυριεύ­ων πολιτικός παράγων…».[28] Ἡ Αἰκατ. Χριστοφιλοπούλου ἐπεξη­γεῖ: «Ἡ παρά τόν Βό­σπορον νέα πρω­τεύ­­ουσα πό­­λις παλαιόθεν ἑλλη­νίς, ταχέως κα­τέστη κέντρον πο­λι­τι­κόν, οἰ­κο­­νομικόν, πνευματικόν καί ἐκκλη­σι­α­στι­κόν, ἀπό τοῦ ὁποί­ου Ἑλλη­νι­­­σμός καί Χριστιανισμός ἐπί αἰώνας ἔ­­θε­σαν τήν σφρα­γί­δα των εἰς τήν μοῖραν τῆς ἀν­θρω­πό­τητος».[29]

Ἀναπαράστασις τοῦ Ἱπποδρόμου Κωνσταντινουπόλεως (http://vizantinaistorika.blogspot.com/)

Ἑλληνισμός - Χριστιανισμός: τά νέα θεμέλια

Τό Κράτος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἰσάγει στήν Ὕσ­τε­­ρη Ρωμαϊκή Περίοδο. Ὁ πολιτικός καί στρατιωτικός ὀργα­νι­σμός του εἶναι ἀκόμη ξεκάθαρα Ρωμαϊκός. Ἐπίσημη γλῶσσα πα­ρα­­­­μένει ἡ λα­τινική. Ἀλλά πλέον, ἡ γλῶσσα τοῦ λαοῦ, ἡ γλῶσσα τῆς Ἐκκλη­σίας, ἡ γλῶσσα τῆς ἐκπαιδεύσεως καί τῆς φιλολογίας εἶ­ναι ἡ Ἑλλη­νική.

Ἡ Κωνσταντινούπολις ἦταν κάτ΄ οὐσίαν μία ἑλληνική Πό­­λις καί κατοικοῦσαν σχεδόν ἀποκλειστικά ἀπό Ἕλληνες. Γράφει ὁ Ostro­gorsky: «Ἀπό τήν ἀρχή ἡ Κωνσταντινούπολη πή­­­­­ρε χριστιανικό χρῶμα καί ἀπό τήν ἀρχή τό μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ τῆς ἦταν ἑλληνόφωνο».[30] Ἐπίσης ἀναφέρει ὁ Charles Diehl: «Μέ τήν ἑλληνική σφραγίδα πού τή σημάδεψε ἀπό τή γέννησή της, καί κυρίως μέ τόν χαρα­κτή­ρα πού τῆς ἔδωσε ὁ χριστια­νι­σμός, ἡ νέα πρωτεύουσα διέφερε βα­θιά ἀπό τήν παλαιά καί συμ­­βόλιζε μέ ἀρκετή ἀκρίβεια τίς βλέψεις καί τίς νέες τάσεις τοῦ ἀνατολικοῦ κόσμου».[31]

Τό κέντρο βάρους τῆς Αὐτοκρατορίας μετατοπίζεται στήν Ἑλ­λη­­νιστική Ἀνατολή καί τίθενται οἱ βάσεις θεμελιώσεως τοῦ Βυ­ζα­ντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὅπως γράφει ὁ Peter Sarris, ἐπρόκειτο γιά «ἐξά­πλωση τῆς ἐξουσίας τοῦ Κωνσταντίνου στό ἑλληνοκεντρικό ὡς πρός τόν πολιτισμό, ἀνατολικό ἥμισυ τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου».[32] Γρά­φει ὁ Steven Runciman: «Ὅλες γενικά οἱ δυτικές ἐπαρχίες ὥς τό Ἰλ­λυ­ρικόν, μιλοῦσαν λατινικά. Οἱ ἀνατο­λι­κές μιλοῦσαν ἑλληνικά».[33] Τό ἴδιο γράφει καί ἡ Judith Herrin: «Ἐνῶ ὅλη ἡ Δύση χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τή λατινική γλῶσσα, τά ἑλληνικά πα­ρέμεναν ἡ lingua franca ὅλων τῶν ἀνατολικῶν περιοχῶν».[34]

Καί ὁ Vasiliev συμπληρώνει: «Τελικά, ἀπό πολιτιστικῆς πλευ­ρᾶς, ἡ Κωνσταντινούπολη εἶχε τό μεγάλο πλεονέκτημα νά βρίσκε­ται κοντά στά πιό ἀξιόλογα κέντρα τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ, τά ὁποῖα, ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ Χριστιανισμοῦ, συνετέλεσαν στή δημι­ου­ργία ἑνός νέου πο­λι­­­τισμοῦ: τοῦ Χριστιανό-Ἑλληνο-Ρωμαϊκοῦ ἤ “Βυζαντινοῦ” Πο­­­­­λι­τι­σμοῦ».[35]

Ὁ Κ. Ἄμαντος γράφει: «Ἡ μεταφορά τῆς πρωτευούσης τοῦ Ρω­μαϊ­κοῦ Κράτους εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν… παρέδωκεν αὐτό βα­θ­­μη­δόν εἰς τόν Ἑλλη­νισμόν καί εἰς τήν πνευματικήν καί οἰκονο­μι­κήν αὐτοῦ ὑπεροχήν».[36] Πράγματι -ὅπως γρά­φει ὁ κα­θηγητής Ἰω­αν­­νης Καραγιαννόπουλος- ἡ μετάθεσις τοῦ κέντρου βά­ρους τῆς Αὐτοκρατορίας καθόρισε τήν ἐξέλιξί της: «τί κράτος ρω­μαϊκό θά ἦταν αὐτό πού βγαλμένο ἀπό τή λατινική του κοιτίδα, ἔπεφτε στήν ἀγκαλιά τοῦ ἑλληνισμοῦ…;».[37]

Φυσικά ἡ εἰρηνική ἀλλά ὄχι καί ἀναίμακτη διεργασία μεταβά­σεως θά κρατήση σχεδόν τρεῖς ἀκό­μη αἰῶνες, πού θά ἀποτελέ­σουν τήν Πρώϊμη ἤ Πρωτοβυζαντι­νή Περίοδο. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ostro­gorsky: «Τά δύο αὐτά γεγονότα, δηλ. ἡ νίκη τοῦ Χριστια­νισ­μοῦ καί ἡ ὁρι­στική μετάθεση τοῦ πολιτικοῦ κέντρου τοῦ Κράτους στήν ἐξελληνισμένη Ἀνατολή, ἐγκαινιάζουν τήν βυζαντινή ἐπο­χή».[38]

Καί ὅπως ὅμως γράφει ὁ Ὄσβαλτ Σπένγκλερ: «Ἀπό τότε, τό ὄ­νομα τῶν Ἑλλήνων περνάει σιγά-σιγά καί ἀπαρατήρητα στό χρι­­­­στια­νικό ἔθνος».[39]

Πρός ἑλληνιστικοῦ τύπου Μοναρχία

Ὁ Κωνσταντῖνος Α’ ὑπῆρξε συνεχιστής τῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἀναπτύσσοντας ἕναν νέο τύπο Μοναρχίας.

Ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Αὐγούστου, μέ τήν ἀπορρόφησι τῶν νέων περιοχῶν τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρα­­­τορία εἶχε ἀρχίσει νά δανείζεται στοιχεῖα ἀπό τά Ἑλλη­νι­στι­­­κά Βα­σί­λεια, κυρίως μάλιστα ἀπό ἐκεῖνο τῆς Πτολε­μαϊ­κῆς Αἰ­γύ­πτου. Καί ὅπως γράφει ὁ Vasiliev: «Ὁ Διοκλητιανός καί ὁ Κων­στα­ντῖνος ἤθελαν νά πετύχουν μία ὁρι­στική ὀργάνωση τῆς μονα­ρχίας καί γιά τόν σκοπό αὐτό ἀντι­κατέστησαν τούς ρωμαϊκούς θε­σμούς μέ τίς συνήθειες πού ἐπικρατοῦσαν στήν Ἑλληνιστική Ἀνα­τολή».[40]

Ὅπως γράφει ὁ H. St. L. B. Moss «Ἡ ἄνοδος ἑνός χριστιανοῦ αὐ­το­κράτορα στό θρόνο ἔδωσε στόν Εὐσέβιο τήν εὐκαιρία νά προσα­ρμό­σει τήν ἑλληνιστική θεωρία γιά τή βασιλική ἐξουσία στίς και­νού­ργιες συνθῆκες».[41] Ὁ καθηγητής Μίλτων Ἀνάστος ἐπισημαίνει πώς -μέ ἀρχιτέ­κτο­να τόν Εὐσέβιο Καισαρείας- συμβιβάσθηκε ὁ χρι­στιανισμός μέ τήν ἑλληνιστικοῦ τύπου βασιλεία: «Ὁ ἐκχριστια­νι­σμός τῆς ἑλλη­νι­στικῆς θεωρίας περί βασιλείας φαίνεται ἴσως σα­φέ­στερα στόν χαρακτηρισμό τοῦ Κωνσταντί­νου ὡς “ἰσαποστόλου”, ἤ ὡς “δεκάτου τρίτου Ἀποστόλου”… ἡ ἰδέ­α ἑνός δέκατου τρίτου προ­­σώπου στό πλευ­ρό τῆς παραδο­σια­κῆς δωδεκαμελοῦς ὁμάδας, ἀ­πο­τελεῖ προσα­ρ­μ­ογῆ τοῦ ἑλλην­ι­στι­κοῦ προηγούμενου, βάσει τοῦ ὁποίου ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος π.χ. ἀνακηρύχθηκε δέκατος τρίτος θεός…».[42]

Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ Σαράντος Καργάκος: «Ὅπως ὁ Διοκλητια­νός, ἔτσι κι αὐτός (ὁ Κωνσταντῖνος) ἀπό Pri­n­ceps (=πρῶτος πολίτης) με­ταβάλλεται σέ dominus (κυ­ρία­ρχος, ἀπόλυτος μονάρχης). Κάτω ὅμως ἀπό τήν ἐπί­δραση τῆς χρι­στια­νικῆς ἰδεολογίας παύει πιά νά θεωρεῖται Θεός, ὅπως ὅλοι οἱ πρό αὐτοῦ αὐτοκράτορες καί γί­νεται ὁ “ἐκλεκτός του Θε­ού”, ὁ οἰονεῖ τοποτηρητής του ἐπί τῆς γῆς, πού κυβερνᾶ ἐν ὀνό­­ματι Αὐτοῦ “χάριτι θεία”».[43] Μάλιστα, κα­τά τόν Andre Piganiol «ὅλα ὅσα ὁ Πλά­των ὀνει­ρεύ­θηκε γιά τήν πόλι, πραγματοποιήθηκαν στούς κόλ­πους τοῦ ἀχα­νούς Κράτους».[44]

Ὁ Κωνσταντῖνος ὡς Αὐτοκράτωρ, ἐγκατέλειψε τό στέ­­φανο πού φοροῦσαν οἱ Ρωμαῖοι Αὐτοκράτορες καί υἱοθέτησε τό διάδη­μα τῶν Ἑλλήνων Βασιλέων τῆς Ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. Μέ τίς διοι­­­κη­τικές μεταρρυθμίσεις του, συγ­κρό­­τησε ἕνα πολύ­πλο­κο σύστη­μα ἐξουσίας βασισμένο στά ἑλλη­νι­­­­στι­κά πρότυπα, μέ εἰ­δι­κή ἐθι­μο­τυ­πία, τό ὁποῖο ὑπῆρξε ἡ ἀπα­ρ­χή τῆς περίφημης βυ­ζα­ντι­νῆς γρα­φειοκρατίας.[45] Μεταξύ ἄλλων:

Περιόρισε τήν δικαιοδοσία τῶν ἐπάρχων τῶν πραιτορίων, κα­τή­ργη­σε τό ἀξίω­μα τῶν Υ­πά­­των, αὔ­­ξησε τόν ἀριθμό τῶν ἐπα­ρχι­ῶν ἀπό 90 σέ 120, ἀναδιοργάνωσε τήν δημόσια διοίκησι, διαί­ρεσε τό στράτευμα σέ στρατό προκαλύψεως καί στρατό κρούσεως, ἀνα­διο­ργάνωσε τίς λεγεῶνες καί τοποθέτησε δύο στρατηγούς, ἕναν τοῦ πεζικοῦ καί ἕναν τοῦ ἱππικοῦ. Ὅπως ἀναφέ­ρει ὁ Ostrogorsky: «Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος συμπ­λή­ρωσε καί τε­λει­ο­ποίησε τό μεταρ­ρυ­θμιστικό ἔργο τοῦ Διοκλητια­νοῦ μέ ἀποτέλε­σμα νά προκύψει ἕνα νέο σύστημα, πού ἔγινε ἡ βάση τῆς βυζαντινῆς διοι­κήσεως».[46]

Ὁ Κωνσταντῖνος Α’, κρατώντας τήν Κωνσταντινούπολι (ψηφιδωτό στόν Ναό Ἁγίας Σοφίας (περί τό 1000  μ. Χ.)

Οἱ φόνοι Λικινιανοῦ, Κρίσπου & Φαῦστας

Γεγονότα πού προβλημάτισαν τούς ἱστορικούς ἐρευνητές ὑπή­ρ­ξαν οἱ δυναστικοί φόνοι πού διέπραξε ὁ Κωνσταντῖνος.

Κατ’ ἀρχήν, μέ τήν ὑποκίνησι αὐλοκολάκων, διέταξε τήν θα­νά­­­­τωσι τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Λικινιανοῦ. Τοῦτο ἔπραξε διότι στό πρό­σωπό του διέβλεπε ἕναν πιθανό ἀντίπαλο, ἰδίως ἀφοῦ εἶχε σκοτώ­σει τόν πατέρα του. Συνταρακτική ἐπίσης, ὑπῆρξε ἡ ἀπόφασίς του τό 326 νά ἐκτε­λέση τόν πρωτότοκο υἱό του, Κρίσπο. Σύμφωνα μέ τούς ἱστορι­κούς Ζώσιμο (6ος αἰώνας) καί Ἰωάννη Ζωναρᾶ (12ος αἰώνας), ἡ σύ­ζυ­γος τοῦ Κωνσταντίνου Φαῦστα, ζή­λευ­ε τόν Κρίσπο, διότι φοβό­ταν ὅτι αὐ­τός καί ὄχι οἱ υἱοί της θά διεδέχοντο τόν Αὐτοκράτορα. Ἔτσι, ἰσχυ­ρίσθηκε στόν Κωνσταντῖνο ὅτι ὁ Κρίσπος τῆς πρότεινε νά συ­νάψουν ἐρωτικό δεσμό καί ὄ­ταν ἐκείνη τόν ἔδιωξε, τότε ὁ Κρί­σπος ἀποπειράθηκε νά τήν βιά­ση! Γνωστός γιά τόν ὀξύθυμο χα­ρα­κτή­ρά του, ὁ Κωνσταντῖνος κα­τηγόρησε τόν Κρίσπο γιά προ­δο­σία καί διέταξε τήν ἐκτέλεσί του.

Κατόπιν ἡ μητέρα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἑλένη, ἐπέκρινε αὐστη­ρό­τα­τα τόν υἱό της γιά τήν ἀποτρόπαια πράξι του καί συνέβαλε στό νά ἀποκαλυφθῆ ἡ συνομωσία τῆς Φαῦστας ἐναντίον τοῦ Κρί­σπου. Ὅπως ἦταν φυσικό, ὁ Κωνσταντῖνος μόλις πληροφορήθηκε τήν ἀπίστευτη σκευωρία τῆς Φαῦστας, τήν κατηγόρησε γιά μοι­χεί­α καί διέταξε νά ἐκτελεσθῆ στό λουτρό της.

Ριζοσπαστική Νομοθεσία

Ἡ νομοθεσία τοῦ Κωνσταντίνου Α’ ὑπῆρξε ριζοσπαστική γιά τήν ἐποχή της καί σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπό τήν χριστιανική ἠθι­κή ἀλλά καί «ἀπό τά τοπικά ἑλληνιστικά δίκαια» καί μέ σαφή «τά­ση νά προστατεύονται τά ἀδύνατα κοινωνικά μέλη ἀπό τήν αὐ­θαι­ρε­σί­α τῶν δυνατῶν».[47] Μεταξύ ἄλλων:

- Προχώρησε σέ εὐρεία δημοσιονομική μεταρρύθμισι μέ εἰ­σα­γωγή δικαιότερου φορολογικοῦ συστήματος (φόλλις, στέ­φα­νος, στεφανικόν χρυσίον, χρυσάργυρον κ.ἄ.).

- Ἔλαβε πληθώρα μέτρων γιά τόν περιορισμό τῆς μεγάλης ἔγ­γ­ειας ἰδιοκτησίας εἰς βάρος τῆς μικρῆς.

- Ὑποστήριξε τά ἐλευθέρια ἐπαγγέλματα καί εἰδικότερα τούς ἰατρούς καί διδασκάλους ρητορικῆς.

- Κατήργησε τίς μονομαχίες καί τήν παράδοσι ἀνθρώπων στά θηρία ὡς μέσον ψυ­­­χαγωγίας.

- Ἀπαγόρευσε τήν διάκρισι δούλων καί ἐλευθέρων ὡς πρός τήν ἐπιβολή ποινῆς, κατήργησε τόν σταυρικό θάνατο καί τό σφ­ρά­γι­σμα τοῦ προ­σώπου μέ πυρακτωμένο σίδερο.

- Κατέστησε τούς δικαστές ὑπεύθυνους γιά τυχόν παρά­νο­μες ἀποφάσεις τους μέ τήν ζωή καί πε­ρι­ου­σία τους καί παρα­χώρησε τό δικαίωμα τοῦ δικάζειν σέ Ἐπισκόπους.

- Κατέστησε ποινικό ἀδίκημα τήν ἀπαγωγή κορασίδων καί ἐπέβαλλε αὐστηρότατες ποινές γιά τούς βιαστές.

- Καθιέρωσε τήν Κυριακή ὡς ἀργία.

- Ἔλαβε μέτρα ὑπέρ τῆς οἰκογενείας, καταδίκασε τήν μοι­χεία καί τήν παλλακεία, ἀνύψωσε τόν ρόλο τῆς μητρότη­τος, ἰσ­χυρο­ποίη­σε τόν θεσμό τοῦ γάμου καί προστάτευσε τήν πε­ριου­σία τῶν γυ­ναικών μετά τόν γάμο.

- Χορήγησε ὑλική βοήθεια πρός τούς γονεῖς πού δέν εἶχαν τά μέσα νά μεγαλώσουν τά παιδιά τους, φρόντισε γιά τήν παιδεία τους καί ἔθεσε ὅρια στήν πατρική ἐξουσία.

- Θέσπισε διατάξεις περί διαζυγίου καί προικός.

- Πραγματοποίησε νομισματική μεταρρύθμισι μέ τήν κα­θιέ­­ρω­­­σι τοῦ χρυσοῦ solidus, πού παρέμεινε γιά αἰῶνες τό ἰσχυρό­τερο νόμισμα τοῦ κόσμου. Ὅπως γράφει ὁ G. Ostrogorsky: «Ο soli­dus τοῦ Κωνσταντίνου (ἑλληνικά νόμισμα, ἀργότερα ὑπέ­ρ­πυ­ρον) ἔ­γι­νε ἡ βάση τοῦ βυζαντινοῦ νομισματικοῦ συστήματος γιά χίλια ὁλό­κλη­ρα χρόνια καί ἦταν γιά πολλούς αἰῶνες τό κατ’ ἐξοχήν νόμισμα τοῦ διε­­θνούς ἐμπορίου».[48] Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ἡ Αἰκατερίνη Χρι­­­στο­φιλοπούλου: «Ἡ νομισματική μεταρρύθμισις τοῦ Κωνσταντί­νου ὑπῆρξε τόσον ἐ­πι­τυχής καί ἡ σταθερότης τοῦ νομίσματος παρέ­μει­νε τόσον ἀδιατά­ρα­κτος, ὥστε εἰς τήν συνείδησιν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ τό παλαιόν χρυ­σοῦν νόμισμα ἐταυτίσθη πρός τό κωνσταντί­νει­ον, χα­ρα­κτη­ριζό­με­νον ὡς “κωνσταντινάτο”…».[49]

- Διέταξε τήν ἀπογραφή τῆς περιουσίας τῶν ἐθνικῶν να­ῶν, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν νά λειτουργοῦν. Κλείσθηκαν μόνο ναοί μέ ἄσεμ­νες λατρεῖες, ὅπως τῆς Ἀστάρτης στήν Φοινίκη καί ἀπα­γό­­ρευσε τίς νυκτερινές θυσίες.

- Στά ἀρνητικά του εἶναι ἡ καθιέρωσις τῆς ἀμείλικτης φορο­λ­ογίας τοῦ «χρυσάργυρου» πού ὑπῆρξε ἐπαχθής γιά τούς κατοί­κους τῆς Αὐτο­κρα­τορίας.

Θρησκευτική Παλινωδία

Ἡ ἐξορία τοῦ Ἀρείου καί ἡ καταδίκη της αἱρέσεώς του ἀπό τήν Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας δέν ὑπῆρξε δυστυχῶς ὁριστική.

Ὁ Ἄρειος εἶχε πολλούς ὀπαδούς καί βλέποντας αὐτό τό γεγο­νός, ὁ Κωνσταντῖνος -λειτουργώντας ἐξισορροπιστικά- τό 327 ἀνε­κά­λεσε τόν Ἄρειο καί τούς ἀρειανιστές ἐπισκό­πους ἀπό τήν ἐξο­ρία. Ἡ κίνησις κατευνασμοῦ τοῦ Αὐτοκράτορος δέν ἀπέδωσε τά δέ­­­­οντα. Ἡ μερική ἀνατροπή τῶν ἀποφάσεων τῆς Οἰκουμενικῆς Συ­­­­­­­­νό­δου, ἄνοιξε τόν δρόμο γιά τήν σύγκλησι καί ἄλλων τοπικῶν συ­νόδων, οἱ ὁποῖες εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν γέννησι αἱρέσεων.

Τό 328 ὁ μεγαλύτερος ἀντίπαλός του Ἀρείου, Ἀθανάσιος ἔγινε Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας καί ἐκ­κίνη­σε διωγμό κατά τῶν ἀρεια­νι­στῶν. Ἡ ἀπάντησις ἦταν μία τοπική σύνοδος ἀρειανιστῶν στήν Τύρο ἡ ὁποία καθαιροῦσε τόν Ἀθανάσιο!

Τότε ὁ Κωνσταντῖνος, προσπαθώντας νά ἐπιτύχη ἕναν συμβι­βα­σμό, ζήτησε ἀπό τήν Σύνοδο τήν ἀποκατάστασι τοῦ Ἀρείου στήν ἱεροσύνη καί τήν ἐπιστροφή του στήν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν μά­­­­λιστα ὁ Ἀθανάσιος τό ἀρνήθηκε, ὁ Αὐτοκράτορας τόν ἐξόρισε στά Τρή­βη­ρα! Φυσικά ὁ Κωνσταντῖνος ἀπαίτησε πρῶτα ἀπό τόν Ἄρειο νά δη­­­­λώση μέ ὅρκο ὅτι μένει πι­στός στίς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμε­νι­κῆς Συνόδου καί νά ἀπορρίψη τήν αἱρετική διδασκαλία του. Ὁ Ἄρε­ι­­­ος δέχθηκε ἀλλά λίγο μετά εἶχε ἕναν περίεργο αἰφνίδιο θα­να­­­το.[50]

Ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου πάντως, ἔμελλε νά ταλανίση τήν Ἐκ­κλη­­σία καί τήν Αὐτοκρατορία γιά περίπου 4 ἀκόμη δεκαετίες…

Γιατί ὑπῆρξε Μέγας & Ἅγιος: Μία ἐκτίμισις

Ἡ Ἱστορία καί ἰδιαίτερα ἡ Ἑλληνική Ἱστορία ὀνόμασε τόν Κων­σταντῖνο Α’, Μέγα. Καί ἡ Ἐκκλησία τόν ἀνακήρυξε Ἅγιο καί Ἰσα­πό­στολο. Καί οἱ δύο πράξεις εἶναι δικαιολογημένες.

Γιά τήν Ἱστορία ὑπῆρξε Μέγας, διότι εἶχε τήν ὑφή πού δια­κρί­­νει τούς ἱδρυτές Αὐτοκρατοριῶν. Καί ὁ ἴδιος ὑπῆρξε -ἔστω καί ἄθε­λά του- ἱδρυτής μιᾶς νέας Αὐτοκρατορίας. Φυσικά ἡ διε­ργα­σία αὐ­τή κράτησε σχεδόν 3 αἰῶνες μετά ἀπό αὐτόν. Ὅμως ἡ μεταφορά τοῦ κέντρου τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπῆρξε ἡ ἀπα­ρχή τοῦ ἐξελλη­νι­σμοῦ της. Ἡ ἀπαρχή τῆς λεγομένης Βυζαντινῆς Αὐ­τοκρατορίας. Ὁ δέ ἐκχριστιανισμός της, ἔδωσε νέα ὤθησι στόν πα­ρα­παίοντα Ἑλ­λη­­νισμό.[51]

Ἡ Ἐκκλησία τόν ἀνακήρυξε Ἅγιο καί Ἰσαπόστολο ἐπίσης δι­και­­ολογημένα. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε σκληρός, ἀδί­­­στα­κτος, ἴσως καί ἀμείλικτος. Παρασύρθηκε πολλές φορές σέ πράξεις πού δέν συνάδουν μέ τήν “ἁγιότητα” κα­τά τά χριστιανικά πρότυ­πα. Ὑπῆρξε ὅμως ἐκεῖνος πού ἄνοιξε τόν δρό­μο στήν ἐπικρά­τη­σι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Ἑλληνι­σμός καί ὁ Χρι­στια­νισμός ὑ­πή­ρξαν οἱ μεγάλοι ὠφελημένοι τῆς πολιτι­κῆς του. Καί ἡ Ἐκ­κλη­­σία τοῦ τό ἀπέδωσε δεόντως. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Ἑλληνισμός στήν συνείδησί του. Ὅπως γράφει ὁ Σ. Καργά­κος: «Τουλάχιστον γιά τόν ἑλληνικό χριστιανικό κόσμο, εἶναι ὁ οἰονεῖ ἐθνικός ἅγι­ος…».[52]

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1]Θράκη ἦταν ἐξελληνισμένη ἤδη ἀπό τόν 8ο π.Χ. αἰώνα καί ὁ ἐξελ­λη­νισμός τῆς προωθήθηκε κατά τήν Ἑλληνιστική περίοδο, ἐνῶ προωθή­θη­κε πρός βορρᾶν κατά τήν Ρωμαϊκή ἐποχή. Οἱ Δάρδανες ἦταν πρω­τοελ­λη­νικό ἤ θρακικό φύλο πού ἔποικοί του μετακόμισαν στήν Τρωάδα. Ἀπό αὐτούς ὁ Ἑλλήσποντος ἀπεκλήθη Δαρδανέλλια. Ὁ Ὅμη­­ρος ἀναφέ­ρει ὅτι ἡ ἡγέτιδα τάξις ἦταν κυρίως ἑλληνική καί οἱ Ρω­μαί­οι τούς θεω­ροῦ­σαν Ἕλληνες.

[2] Τοῦτο συνέβη μετά τήν μάχη τῆς Χρυσουπόλεως στίς 18 Σεπτεμβρίου 324 ὅπου νίκησε τόν τε­λευταῖο ἀντίπαλό του Λικίνιο.

[3] Σημαίνει ὅτι μέ αὐτό τό σημεῖο (τοῦ Σταυροῦ) νά νικᾶς.

[4] Τό 317, ἀφοῦ ἔδωσε στούς υἱούς του τό ἀξίωμα τοῦ Καίσαρος, διέταξε νά κατασκευασθῆ καί ἡ πρώτη Χριστιανική Σημαία, μέ τό μονόγραμμα ΧΡ. Τό λεγόμενο «Λάβαρον».

[5] Τό σημερινό Μιλάνο τῆς Ἰταλίας.

[6] Ἐπρόκειτο γιά ἕναν ἱερέα τῆς Ἀλεξανδρείας, μᾶλλον λιβυκῆς καταγω­γῆς, πού εἶχε ἐπηρεασθεῖ ἀπό ἀνατολίτικες, νεοπλατωνικές ἐπιρροές κα­­­­θῶς καί ἀπό ἐπιρροές Σενεκισμοῦ καί Ὠριγενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἄρχισε τό αἱρετικό κήρυγμά του περί τό 318.

[7] Μετέπειτα χαρακτηρισθεῖς Μέγας καί Ἅγιος.

[8] Προηγήθηκε μία ἀνεπίσημη σύνοδος στήν Ἀλεξάνδρεια καί στήν Ἄγ­κυ­ρα τῆς μικρασιατικῆς Γαλατίας.

[9] Ἀπό τήν Σύνοδο ἀπουσίασε ὁ Πάπας Σιλβέστρος Α’ καί κορυφαῖοι κλη­­­­­­ρικοί τῆς Δύσεως, προφανῶς ἀντιδρώντας στήν στροφή τῆς Αὐτο­κρα­­­­­­το­ρίας πρός τήν Ἑλληνιστική Ἀνατολή.

[10] VC, 3.42-47

[11] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 41.

[12] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 42.

[13] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Τρίτος, σελ. 453 – 454.

[14] Κατά τόν A. Harnack, στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἐπι­κρατήσει περίπου στό ἥμισυ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μικρᾶς Α­σίας, τῆς Θράκης καί Δαρ­δα­νίας, τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου, τῆς Θεσσαλίας, τῆς Ἀχαϊας, τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, τῆς Κύπρου, τῆς Ρώμης, τῆς κεντρι­κῆς καί νο­τίου Ἰταλίας, τῆς Ἀρμενίας, τῆς Κοί­λης Συρίας, τῆς Ἀλεξαν­δρεί­­ας καί Θηβαϊδος, τῆς βορείου Ἀφρι­κῆς καί τῶν νοτίων ἀκτῶν τῆς Γα­λα­τίας. Εἶχε ἐπίσης περιορι­σμέ­νη διάδοσι στήν Παλαιστίνη, τήν Φοινίκη, τήν Μεσοποταμία, τήν Δα­λμα­τία, τήν Μοισία καί Παννονία, τήν ἀνα­τολική βόρειο Ἰτα­λί­α, τήν Μαυριτανία καί τήν Τριπολίτιδα. («Die Mission und Ausbrei­tung des Christentums in den ersten drei Jahrhunderten» - Λει­ψία, 1924)

[15] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α΄ σελ. 71.

[16] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» Τόμος Ζ’ σελ. 35.

[17] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α΄ σελ. 69.

[18] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» Τόμος Ζ’ σελ. 258.

[19] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α΄ σελ. 74

[20] Κατά τήν Ρωμαϊκή παράδοσι, μετά τήν ἅλωσι τῆς Τροίας ἀπό τούς Ἀχαι­­­ούς, ὁ Αἰνείας καί οἱ ἐπιζήσαντες Τρῶες μετέβησαν στό Λάτιο τῆς Ἰταλίας καί θεμελίωσαν τήν Ρώμη. Συνεπῶς οἱ Ρωμαῖοι ἀνήγαγαν τήν κα­ταγωγή τους στούς Τρῶες.

[21] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 104.

[22] Τό Βυζάντιο ὑπετάγη στούς Πέρσες τό 515 π.Χ. καί 15 χρόνια μετά με­τεῖ­χε στήν ἐπανάστασι τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἰωνίας κατά τῶν Περσῶν οἱ ὁποῖ­οι τό κατέστρεψαν. Τό 480 π.Χ. τό Βυζάντιο ξανακτίσθηκε καί ἐντά­χθηκε στήν Ἀθηναϊκή Συμμαχία καί τό 341 π.Χ. ἐντάχθηκε στήν ὑπό τόν Φίλιππο πανελλήνια συμμαχία. Τό 196 μ.Χ. κυριεύθηκε ἀπό τόν Σε­πτί­μιο Σεβῆρο, ὁ ὁποῖος κατεδάφισε τίς ὀχυρώσεις καί κατήργησε τήν αὐτό­νομία τῆς πόλεως. Ὅμως τό 212, ὁ Καρακάλλας τῆς παραχώρησε ξανά τήν αὐτονομία της καί ἐκτέλεσε μεγάλα ἔργα ὀνομάζοντας τήν Ἀντω­νιά­­να.

[23] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 138.

[24] «Βυζαντινός Πολιτισμός», σελ. 31

[25] Φαίδωνος Κουκουλέ «Βυζαντινῶν βίος καί πολιτισμός» τόμος ΣΤ’, σελ. 115, Ἰωάννου Σπ. Παναγιωτακόπουλου «Οἱ βυζαντινές ρίζες τῆς Εὐρώπης καί ἡ θεωρία τῆς εὐρωπαϊκῆς ὀφειλῆς στό Ἰσλάμ».

[26] Διον. Ζακυθηνοῦ «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 34.

[27] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο», Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλλη­νι­κοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 8.

[28] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι σελ. 22.

[29] «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 141.

[30] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 105.

[31] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Α’ Τόμος, σελ. 2.

[32] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζα­ντίου» σελ. 46.

[33] «Βυζαντινός Πολιτισμός» σελ. 19.

[34] «Τί εἶναι τό Βυζάντιο» σελ. 57.

[35] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος, σελ. 87.

[36] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος, σελ. 68.

[37] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 68.

[38] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 84 – 85.

[39] «Ἡ παρακμή τῆς Δύσης», τόμος Β’, σελ. 220.

[40] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος, σελ. 87.

[41] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατο­ρί­ας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 34.

[42] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 322.

[43] «Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως» Τόμος πρῶτος, σελ. 56.

[44] «L’ empire chretien» σελ. 401.

[45] Μετέτρεψε τήν Σύγκλητο σέ σῶμα τιμητικό, χωρίς ἁρμοδιότητες, ἵδρυ­σε ὡς συμβουλευτικό σῶμα τό «θεῖον κονσιστόριον», σχημάτισε ἕνα κύ­κλο ἀνωτέρω ὑπαλλήλων τοῦ Κράτους ὅπως ὁ πραιπόσιτος, ὁ μά­γι­στρος τῶν ὀφφικίων, ὁ comes sacrorum largitionum (ὑπουργός οἰκονο­μι­κῶν), ὁ comes rerum privatum κ.λπ.

[46] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος, σελ. 91.

[47] Ἰωάν. Καραγιαννοπούλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 74.

[48] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος, σελ. 101. «Δολλά­ριον τοῦ Μεσαίωνος» τό ἀποκάλεσε ὁ Steven Runciman («Βυ­ζα­ντινός Πο­λιτισμός»).

[49] «Βυζαντινή Ἱστορία», Α σελ. 113.

[50] Ἦταν τήν ἡμέρα πού μέ τούς ὀπαδούς τοῦ πανηγύριζε τήν ἀποκατά­στα­σί του καί τήν θεία μετάληψι ἀπό τόν ἴδιο τόν Πατριάρχη Ἀλεξαν­δρείας, Ἀλέξανδρο. Ξαφνικά ἔνοιωσε στομαχική ἀδιαθεσία καί ἐπισκέ­φθη­­κε ἀφοδευτήριο. Λίγο μετά βρέθηκε ἐκεῖ μπρούμυτα, μέ τήν κοιλιά του σκασμένη καί τά σπλάγχνα του ἔξω. Ὁ ἀφύσικος αὐτός θάνατος ἔδω­σε ἀφορμή γιά ὑποψίες δηλητηριασμοῦ τοῦ Ἀρείου.

[51] Γι’ αὐτό οἱ Παπικοί τόν ἀποστρέφονται καί μετά τό Σχίσμα κανένας Πά­πας ἤ δυτικός ἡγεμόνας δέν ἔλαβε τό ὄνομά του.

[52] «Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως», Τόμος πρῶτος, σελ. 104.