ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ: Η ΜΕΓΙΣΤΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ 9ου ΑΙΩΝΟΣ

τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ

Γεν­νήθηκε τό 820 ἀπό ἀριστοκρατική ἑλληνική οἰκο­γέ­νεια τῆς Κων­στα­ν­τι­νου­πόλεως. Ὁ πατέρας του Σέργιος ἦταν ἀδελφός τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου καί εἶχε διωχθεῖ ἀπό τούς εἰκονομάχους. Διέθετε τεράστια ἑλληνική παιδεία: «Γραμματικῆς μέν γάρ καί ποιή­σεως, ρητορικῆς τέ καί φιλοσοφίας, ναί δή καί ἰα­τ­ρι­κῆς καί πά­σης ὀλί­γου δείν ἐπιστήμης τῶν θύραθεν».[1] Διετέλεσε δύο φο­ρές Πατριά­ρχης (858 - 867 καί 877 - 886) καί ὑπῆρξε ὁ πρω­τερ­γάτης τοῦ ἐκχρι­στια­νι­σμοῦ - ἐκπολιτι­σμοῦ Σλα­­ύ­­ων καί Βουλγάρων, κα­θῶς καί τῆς νίκης κατά τοῦ παπισμοῦ («Φώ­τει­ον Σχί­σμα» 867). Κατά τόν P. Lemerle ὑπῆρξε «ὁ θεμελιωτής ἑνός βυ­ζα­ντινοῦ κλασικισμοῦ»[2] καί κατά τόν Karl Krumbacher «μεταξύ τῶν μεγάλων τῆς παγκοσμίου ἱστο­ρίας… γέννημα τῆς ἑλληνικῆς αὐταρεσκείας».[3] Θε­ωρεῖται ἡ μεγαλύτερη πνευ­μα­τι­κή μορφή τοῦ 9ου αἰῶνος.

Πρώτη φορά Πατριάρχης  

 Ἀρχι­κά δια­κρί­θη­κε σέ ὑψη­λές δημόσιες θέσεις ὡς πρω­­­­το­­αση­κρή­της, πρω­το­σπα­θα­ριος καί συγκλητικός.

Στίς 25 Δεκεμβρίου 858 -ἐπί Αὐτοκράτορος Μιχαήλ Γ’- ὁ καίσαρ Βάρδας -πού εἶχε συγκρουσθεῖ μέ τόν Πατριάρχη Ἰγνάτιο[4]- ἀνέβασε στόν πατριαρχικό θρόνο τόν Φώτιο.

Ὁ διο­ρι­σμός του θεωρή­θη­κε «ἀντι­κα­νο­νι­κός» ἀπό τόν Ἰγνάτιο, ὁ ὁποῖ­ος ἀρ­νή­­θη­­­κε νά πα­ραι­τηθῆ καί ἐξορίσθηκε. Ὁ νέος Πα­τριά­ρχης συγ­κά­­λε­­σε τό 859 τήν Σύνοδο τῶν Βλα­χερνῶν ἡ ὁποία ἐπι­κύ­ρωσε τήν ἐ­κ­­λογή του. Ὡς Πατριάρχης «ἐκ λαϊκῶν», ὁ Φώτιος ἀνῆλθε τήν κλίμακα τῆς ἐκ­κλη­­σιαστικῆς ἱεραρχίας σέ μόλις 5 ἡμέρες!

Μέ τήν ἄνοδο τοῦ Φωτίου στόν πατριαρχικό θρόνο ἐπῆλθε κρί­­σις στίς σχέσεις Κωνσταντινουπόλεως - Ρώμης:

Ὁ πάπας Νικόλαος Α’ ἀρνήθηκε νά ἀναγνω­ρί­ση τήν ἐκλο­γή τοῦ Φωτίου. Τότε ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ Γ’ ἔστειλε ἐπιστολή στόν πάπα μέ τήν αἴτησι νά ἀποστείλη ἀπεσταλμένους καί νά γίνη Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, ὥστε νά διευθετηθῆ τό ζήτημα.

Ἔτσι τόν Ἀπρίλιο τοῦ 861 συγκλήθηκε Σύ­νο­­δος στήν Ἐκκλη­σία τῶν Ἁγί­ων Ἀποστόλων μέ τήν πα­ρουσία δύο πα­πι­κῶν λεγά­των ἡ ὁποία ἐπικύρωσε καί πάλι τήν ἐκλογή του.

Παρά τήν συμφωνία τῶν “λεγάτων” γιά τήν ἐπικύρωσι τῆς ἐκλο­γῆς τοῦ Φωτίου, ὁ πάπας ἀπέρριψε τήν ψῆφο τους θε­ωρώ­ντας ὅτι ὑπερέ­βη­σαν τήν δικαιοδοσία τους! Καί τό 863 συγκάλεσε δική του (ἀντί)σύνοδο στό Λατεράνο μέ τήν ὁ­ποί­­­α καθαιροῦσε καί ἀφόριζε τόν Φώτιο! Ὁ Μιχαήλ Γ’ ἔστειλε αὐστηρότατη ἐπιστολή πρός τόν πάπα στήν ὁποία ὑπερασπίσθηκε τήν αὐτονομία τοῦ Πατριαρχείου ἔνα­ντι τῶν ἀξιώσεων περί «παπικοῦ πρωτείου» καί τόν κά­λεσε νά ἀνα­­κα­λέση τήν καθαίρεσι τοῦ Φωτίου.

διαμάχη δέν ἦταν θρησκευτική ἀλλά πολιτική. Ὅπως γρά­φει ὁ Μίλτων Ἀνάστος «ὁ πάπας ὄχι μόνο διεκδικοῦσε νά ἀνα­κτή­σει τά ἐκκλησιαστικά κτήματα («πατριμόνια») τῆς Σικελίας καί τῆς Καλα­βρίας ἀλλά καί νά ἀποκαταστήσει τή δικαιοδοσία τῆς Ρώ­μης σ’ αὐτά καί ἰδιαίτερα στό Ἰλλυρικό…».[5]

Μέ τήν στήριξι τοῦ Αὐτοκράτορος Μιχαήλ καί τοῦ καίσαρος Βάρδα, ὁ Φώτιος ἀντιτάχθηκε σθεναρά στήν παπική Ρώμη. Ὅπως ἔγραψε χα­ρα­κτηριστικά ὁ Γεώργιος Κρέμμος: «Ὁ μέν Νικόλαος (ὁ πάπας), ἀπήτει τήν ἀρχήν τοῦ σύμπαντος κόσμου ὡς αὐτοκράτωρ, ὁ δέ Φώτιος ἠμύ­νετο, ἀπέκρουε νικηφόρως τόν ἐπιδρομέα».[6]

Σημαίνοντα ρόλο διεδραμάτισε ὁ Πατριάρχης Φώτιος καί στήν ἀναδιοργάνωσι τοῦ «Πανδιδα­κτηρίου τῆς Μαγ­ναύ­ρας» ὅπου ἐδι­δάσκετο δωρεάν ἡ «θύραθεν παιδεία» (κοσμική) ὑπό τήν διεύθυ­νσι τοῦ Ἕλληνος πα­νεπιστήμονος Λέοντος τοῦ Μαθη­μα­­­­τι­κοῦ.

Ὁ Φώτιος διδάσκει

Ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν Σλαύων

Τό πολιτικό, θρησκευτικό, διπλωματικό καί ἐκπολι­τι­στι­κό ἔρ­γο τοῦ Πατριάρχου Φωτίου ὑπῆρξε μεγα­λει­ῶδες μέ κυριό­τερα τόν ἐκχριστια­νι­σμό τῶν Σλαύων καί τῶν Βουλ­γάρων:

Ὁ ἀρχηγός τῶν Σλαύων τῆς Μοραβίας Ροστισλάβος εἶχε προ­σπα­θήση ἀπό τό 850 νά ἀπεξαρτήση τό κράτος του ἀπό τήν γερ­μανική κυ­ριαρχία τῶν Φράγκων πού εἶχαν ἔλθει σέ συμμαχία το­τε μέ τούς Βου­λγά­ρους. Ὡς ἀντίβαρο λοιπόν θέλησε νά προσε­ται­ρισθῆ τήν Κωνστα­ντι­νούπολι. Καί τό 862 ἀπέστειλε πρεσβεία ζη­τών­τας τήν ἀποστολή Ἑλλήνων ἐπισκόπων καί διδασκάλων γιά τόν προσυλητισμό τοῦ λαοῦ του στόν Χριστιανισμό.

Τήν χρυσή αὐ­τή εὐκαιρία ὁ Φώτιος δέν τήν ἄφησε ἀνεκμετάλ­λευτη: Τήν ἀποστολή αὐτήν ὁ μεγάλος Πατριάρχης τήν ἀνέθεσε σέ δύο ξεχωριστές προσωπικότητες: Τούς Ἕλληνες ἀδελφούς Κων­στα­ντῖνο - Κύριλλο[7] καί Μεθόδιο[8] οἱ ὁποῖοι «εἶχαν ἐξαι­ρε­τι­κή παιδεία ἑλληνική, ἦταν ἀντιπροσωπευτικές μορφές τοῦ ἑλλη­νι­κοῦ πο­λιτισμοῦ καί τοῦ ἀναγεννημένου τόν 9ο αἰ. βυζαντινοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ καί φορεῖς τῆς οἰκου­μενικῆς ἰδέας τοῦ Βυζαντίου».[9]

Τό θέρος τοῦ 863, οἱ δύο Ἕλληνες φωτιστές ἔφθασαν στήν Μο­ρα­βία ὅπου παρέμειναν τρία ἔτη κατά τά ὁποῖα ἐπεδόθησαν στόν ἐκχρι­στια­νισμό τους καί τήν ὀργάνωσι τῆς Ἐκκλησίας τους. Ἀλλά ὄχι μόνον αὐτό. Ὁ Κωνσταντῖνος (Κύριλλος), βασι­σμέ­νος στό ἑλλη­­νι­κό ἀλφάβητο, ἐπι­νό­ησε τό Κυριλλικό ἀλφάβητο (ἤ γλαγο­λι­τι­κό) πού ὑπῆρξε τό πρῶτο σλαυϊκό ἀλφάβητο. Μέ αὐτό δημιού­ρ­γη­σαν τόν πρῶτο Ἀστικό Κώδικα τῶν Σλαύων καί μετέφρα­σαν στήν σλαυϊκή τήν Ἁγία Γραφή. Τό ἐπί­τευγμά τους, νά μπορῆ νά γίνεται λειτουργία στήν σλαυϊκή γλῶσσα, ἔπλη­ξε καίρια τήν λατι­νο­γερμανική καί παπική ἐπιρροή. Ὅπως ὁμολο­γεῖ ὁ Ρῶσος G. Os­t­r­o­go­­r­sky «Οἱ λαοί αὐτοί (οἱ σλαυϊκοί) ὀφείλουν τή γρα­φή τούς κα­θῶς καί τίς ἀπαρχές τῆς ἐθνικῆς τους φιλολογίας καί τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ τους στούς δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφούς, τούς “ἀποστόλους τῶν Σλά­­βων”».[10] Ὁ Karl Krumbacher προσθέτει ὅτι «Ἕλληνες ἀρχι­τέ­­κτονες οἰκοδόμησαν τάς σλαυϊκάς ἐκκλησίας καί Ἕλληνες ζω­γρά­φοι ἐκόσμησαν αὐτᾶς μέ θρησκευτικάς εἰκόνας».[11]

  

Οἱ Ἕλληνες φωτιστές Κωνσταντῖνος - Κύριλλος καί Μιχαήλ - Μεθόδιος (ἀπό πίνακα τοῦ Μοραβοῦ Jan Matejko)

Ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν Βουλγάρων & τό «Φώτειον Σχίσμα» τοῦ 867

 Οἱ Βούλγαροι ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, εἶχαν ἀνα­πτύ­ξει σχέ­σεις μέ τούς Φράγκους τοῦ Λουδοβίκου Γερμανικοῦ, καί ἡ παπική Ρώμη προ­σπα­θοῦσε νά τούς προσεταιρισθῆ.

Ὁ Φώτιος εἰσηγήθηκε στόν Αὐτοκράτορα νά δράση: Στρατεύ­μα­τα καί στό­λος κινήθηκαν πρός Βουλγαρία καί Εὔξεινο Πόντο. Ἔτσι ὁ χα­γάνος τῶν Βου­λ­γά­ρων Βόγορις ὑπέκυψε:

Τέλη τοῦ 864 μεγαλειώδης ἱεραποστολή τοῦ Φωτίου κατέφθα­νε στήν Πλίσκα. Πρῶτος βαπτίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Βό­γο­ρις πού μετο­νο­μά­σθη­κε Μιχα­ήλ, γιά νά τιμήση τόν Ἕλληνα Αὐ­το­­κρά­τορα. Α­κο­λού­θη­σαν ἡ οἰκο­γέ­νεια καί οἱ ἀξιω­μα­τοῦχοι του. Ὅπως γρά­φει ὁ G. Ostro­go­r­sky: «…ὁ ἑλληνικός κλῆρος προ­χώ­­ρη­σε -σύμ­φω­να μέ τίς ὑπο­δεί­­ξεις τοῦ πα­τριάρχη- στήν ἐκχριστιά­νιση τοῦ βου­λγαρι­κοῦ λαοῦ καί στή διοργά­νωση τῆς βουλγαρικῆς Ἐκ­κλη­σίας».[12]

Μέ τό τεράστιο ἐπίτευγ­μα ἐκχριστιανισμοῦ τῶν Σλαύων καί τῶν Βουλ­γά­ρων καί τήν δημι­ου­ργία τοῦ σλαυϊκοῦ ἀλφα­βή­του, ἀπέσπασε τούς λαούς αὐτούς ἀπό τήν παπική κηδεμονία καί τούς ἔθεσε ὑπό τήν σφαίρα τῆς πνευματικῆς καί πολιτικῆς ἐπιρ­ροῆς τῆς Ἑλλη­νο­χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ὁριστική ρῆξις θά ἐπέλθη μέ ἀφορμή τήν συγκρότησι τῆς βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας:

Ὁ βούλγαρος ἡγεμόνας Βόγορις - Μιχα­­ήλ ἠθέλησε -μετά τήν βά­πτισι αὐτοῦ καί τοῦ λαοῦ του- νά δη­μι­ου­­ργή­ση αὐτοκέφαλη βου­λ­γαρική Ἐκκλησία, μέ ἐπικεφαλῆς Βού­λ­­γαρο Ἀρχιεπίσκοπο. Φυ­σικά αὐτό δέν ἔγινε ἀποδεκτό ἀπό τόν Φώτιο. Ὁ Βόγορις τότε στράφηκε καί πάλι πρός τήν Ρώμη καί ζή­τη­σε τήν βοήθεια τοῦ πά­πα γιά τήν ὀργάνωσι τῆς βουλγαρικῆς Ἐκ­κλησίας. Τότε ὁ πά­πας Νικόλαος Α’ ἀπέστειλε ἀποστο­λή μέ ἐπικεφα­λῆς δύο ἐπισκό­πους στήν Βουλγαρία. Ἐάν ἡ νεοσύστατη βουλγαρική Ἐκκλησία ὑπο­­τασσόταν στήν Ρώμη ὑπῆρχε θανάσιμος κίνδυνος νά ἐπεκτα­θοῦν μέσω τοῦ πά­πα καί οἱ Καρολλίγγειοι Φρά­γκοι.

Μέ τήν σύμφωνη γνώμη τοῦ Αὐτο­κρά­τορος ὁ Φώτιος ἀντέδρασε ἄμεσα: To 867 συγκλήθηκε νέα Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολι στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας, Ἀντιο­χεί­ας, καί Ἱεροσολύμων. Ἐκεῖ ἡ παπική Ἐκκλησία κατηγορήθηκε γιά δογματικά καί λειτουργικά λάθη καί κυρίως τό περί ἐκπο­ρεύ­­σεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος («ex patre filioque»).[13] Κατέληξε δέ, στόν ἀφορισμό καί καθαίρεσι τοῦ πάπα Νικολάου Α’. Αὐτό ὑπῆρξε τό πρῶτο μεγάλο σχίσμα μεταξύ Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκ­κλη­σίας, τό λεγόμενο «Φώτειον Σχίσμα» πού ὑπερασπίσθηκε τήν αὐτο­νομία τοῦ Πατρια­ρχεί­ου ὅσο καί τά ὕψιστα συμφέροντα τῆς Αὐ­το­κρατορίας.

Κατά τόν Charles Diehl ἡ κίνησις αὐτή: «ἦταν μία συν­τριπτική ἀπό­φα­ση τῆς ὕπαρξης ἑνός βυζαντινοῦ ἐθνικοῦ αἰσθή­μα­τος…».[14] Ὁ ἐντυ­πωσιασμός πού προκάλεσε καί πα­ράλληλα ἡ ἄρ­νη­σις τοῦ πάπα γιά διο­ρισμό ἀρχιε­ρέ­ως τῆς ἐπι­λο­γῆς τοῦ Βο­γό­ριδος, ὁδήγησε τελικά τούς Βου­λγάρους νά στρα­φοῦν ξανά πρός τήν Κωνσταντινούπολι.

Ἡ καθαίρεσις καί ἡ δεύτερη Πατριαρχία του

Μέ τήν ἄνοδο στόν θρόνο τοῦ Βασιλείου Α’, ὁ νέος Αὐτοκράτωρ θέλησε νά ἐξομαλύνη τίς σχέσεις μέ τήν Ρώμη, διότι ἀπέβλεπε στήν συνεργασία της γιά τήν ἀνάκτησι τῶν δυτικῶν κτήσεων.

Γιά τόν σκοπό αὐ­τόν, “θυσίασε” προ­σω­ρινά τόν μεγάλο Πατριάρχη Φώτιο Α’. Τόν Νοέμβριο τοῦ 867 τόν κα­θαίρεσε καί τόν ἐξόρισε στήν Μονή τῆς Σκέπης στόν Βόσπορο.

Τό ἔτος 875 ὅμως, τόν ἀνε­κά­λεσε ἀπό τήν ἐξορία καί τοῦ ἀνέ­θεσε τήν ἀνατροφή τῶν τέκ­νών του. Καί ὅταν τό 877 ὁ Ἰγνάτιος πέθανε, ὁ Φώτιος ἀνέκτησε τόν πατριαρχικό του θρόνο γιά δεύ­­τερη φορά.

Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 879 ὁ Πατριάρχης Φώτιος προή­δρευσε Γενικῆς Σ­υ­νό­δου στήν Κωνσταντι­νού­πολι πού διήρκεσε με­χρι τόν Φε­βρουάριο τοῦ 880 στήν ὁποία παρέστησαν 383 ἐπίσκο­ποι, μέ τήν συμμετοχή τῶν Πατρια­ρ­χῶν Ἀνατολῆς καί ἐκπροσώπων τοῦ πά­πα. Μέ αὐτήν ἐπικυρώ­θηκε πανηγυρικά ἡ ἀποκατάστασις τοῦ Φω­τίου καί ρητά ἀπα­γο­ρεύ­θηκε ἡ προσθήκη τοῦ Filioque στόν Σύμβολο τῆς Πίστεως.

Τά θριαμβευτικά ἐγκώμια πρός τό πρό­σω­πο τοῦ Φωτίου τά ἐνέκρι­ναν οἱ παπικοί, λέγοντας «...ὁ δε­σ­πό­­της ἠ­μῶν, ὁ κύριος Φώ­τιος... τήν σύμπασαν κτίσιν δαδουχεῖ καί κα­τα­λά­μπει». Στίς 13 Αὐ­γού­­στου 880 ὁ ἴδιος ὁ πάπας Ἰωάννης Η’ σέ ἐπι­στο­­λές του πρός τόν Αὐτοκράτορα καί τόν Πατριάρχη ἐπικύρωσε τίς ἀποφάσεις της.

Μετά τήν ἀποκατάστασι τοῦ Φωτίου -μεταξύ 879 καί 886- ἐκ­δό­θηκε ἡ «Ἐπαναγωγή» (ἤ «Εἰσαγωγή»). Θεωρεῖται βέβαιο ὅτι ὁ Πα­­­τριάρχης Φώτιος ἔλαβε μέρος ἤ ἐπηρέασε τήν σύνταξί της. Αὐτή κυρίως καθόρισε τίς σχέσεις Ἐκκλησίας - Κράτους κα­θῶς καί τήν σχέσι τοῦ Οἰκου­με­νι­κοῦ Πατριαρχείου μέ τούς ἄλ­λους Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἁπλῶς τοπικοί ἱεράρχες.

“ἔξοχος πολιτικός” & “γιγάντια μορφή τῶν ἑλλη­νι­κῶν γραμμάτων”

Ὁ Πα­τριά­­ρ­χης Φώ­τιος πολιτικά πέτυχε νά ἐκχριστιανίση, νά ἐκπο­λιτίση, νά ἀπό­σπάση ἀπό τήν παπική κηδεμονία Σλαύους καί Βου­λγά­ρους καί νά ἀποτρέψη τήν ἐπέκτασι τῶν Καρολλίγειων Φράγκων στήν Ἀ­να­­­τολή. Ὅπως γράφει ὁ Ostrogorsky, ἀπέδειξε ὅτι ἦταν: «…τό δυνατό­τερο πνεύ­μα, ὁ πιό ἔξοχος πολιτικός καί ὁ πιό εὔ­σ­τρο­­φος διπλωμάτης πού ἀ­νέ­­­βηκε ποτέ στόν πατρια­ρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπό­λεως».[15]

Κατά τόν Paul Lemerle ὅμως ὑπῆρξε καί ἐκεῖνος πού ἐπέστρεψε «στίς πηγές τοῦ ἑλληνίζοντα χριστιανισμοῦ» καί ἡ προσωπικότητα «πού ἀποτελεῖ ἀφετηρία μίας μακρόχρονης καί λαμπρῆς περιόδου τοῦ ἑλληνο­βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ».[16]

Τούτο αποδεικνύει τό ἀνεπανάληπτο ἔρ­γο του «ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ» -μέ τά 279 ἔργα της- ἀπε­τέ­λεσε μία τε­ράστια βιβλιοθήκη δια­σώ­σεως τῶν θησαυρῶν τῆς ἀρ­χαίας ἑλλη­νι­κῆς φι­λο­λο­γίας.

Ἐνδει­κτι­κό εἶναι ὅτι ἀπό τά 90 ἔρ­γα ἀρχαίων καί βυζαντινῶν Ἑλλήνων συγ­γραφέων, τά 60 περίπου θά μᾶς ἦσαν ἄγ­νωστα χωρίς αὐτόν!

Μόνο ἀπό τούς ἀρχαίους, διέ­σω­σε ἔργα τοῦ Κτησία, ἰατρικές πρα­γματεῖες τοῦ Θε­ο­φράστου, ἔρ­γα τοῦ Ἀ­γα­­θαρχίδου τοῦ Κνιδίου, τοῦ Διοδώρου Σι­κε­λιώ­του, τοῦ Κό­­­νωνος, τοῦ Ἀρριανοῦ, τοῦ Γα­λη­νοῦ, τοῦ Ἰαμβλίχου, τοῦ Ὀλυμ­πι­ο­­δώ­ρου, τοῦ Ἱεροκλέους, βιογρα­φία τοῦ Πυθαγόρα καί πά­νω ἀπό 100 χρι­στι­α­νικά ἔργα.

Τήν θεωρία ὅτι τά ἔργα αὐτά τά βρῆκε δῆθεν ἀπό τούς Ἄραβες, τήν κα­ταρ­ρίπτει ὁ ἴδιος, ἀφοῦ στόν ἐπίλογό του πρός τόν ἀδελφό του Ταράσιο φανερώνει ὅτι τήν συλλογή αὐτήν συνέταξε ἀπό μνήμης πρίν μεταβεῖ στήν Βαγδάτη. Ὁ ἴδιος μάλιστα τονίζει ὅτι τά βιβλία αὐτά τά μελέτησε ἀπό τήν νεότητά του στήν Κωνσταντινούπολι.[17]

Ἐξ’ ἴσου μεγάλο γιά τήν κλα­σι­κή ἀρ­χαιό­τη­τα ὑπῆρξε τό ἔργο του «Λέξεων συναγωγή κατά στοι­χεί­ων», πού ἀπετέλεσε κύρια πηγή τοῦ λε­ξικοῦ ΣΟΥΔΑ, καθώς καί 193 ἐπι­στο­λές μέ μεγάλη θεματική ποικι­λία.

Κατά τόν Karl Krum­ba­cher λοιπόν, ὑπῆρξε «μία τῶν γιγάντιων μο­ρφῶν τῆς ἱστορίας τῶν ἑλλη­νι­κῶν γραμμάτων».[18] 

Πέθανε στίς 6 Φεβρουαρίου 893 καί ἀνακηρύχθηκε Ἅγιος τῆς Ὀρθό­δοξης Ἐκκλησίας μας…

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)

 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

[1] «Βίος Ἰγνατίου» PG τ. 105 στίχος 509.

[2] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 281.

[3] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 102, 103.

[4] Ἡ σύγκρουσις ἐπῆλθε ὅταν ἀνήμερα τῶν Θεοφανείων τοῦ 858, ὁ Ἰγνά­τιος ἀρνήθηκε τήν θεία κοινωνία στόν Βάρδα ἐπειδή -παρά τίς ἐπα­νει­λημ­­μένες συστάσεις του- ἄν καί νυμφευμένος, συζοῦσε μέ ἄλλη γυναίκα, πιθανότατα μάλιστα σύζυγο ἑνός υἱοῦ του.

[5] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Η’ σελ. 261.

[6] «Ἱστορία τοῦ Σχίσματος τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, Ἑλληνικῆς καί Ρωμαϊκῆς», τόμος Α’ σελ. 401 - 402.

[7]Κωνσταντῖνος (827 - 869) γεννήθηκε στήν Θεσσαλονίκη καί ἦταν υἱός τοῦ δρουγ­­γάριου Λέοντος. Μετέβη στήν Κωνσταντινούπολι ὅπου ἔλαβε ἐξαιρε­τική παιδεία ἀπό διδασκάλους ὅπως ὁ Λέων ὁ Μα­θη­μα­τικός καί πιθανότατα ὁ Φώ­τιος καί ἦταν πολύγλωσσος. Τό 851 μετεῖχε σέ πρεσβεία πρός τούς Ἄρα­βες στούς ὁποί­ους τόνι­σε μέ ὑπερηφάνεια τήν ἑλληνική καταγωγή του λέγοντας «ἐξ΄ἠμῶν προ­ῆλθον πά­σαι αἱ ἐπι­στῆμαι». Τό 861 ἀπεστάλη καί πάλι μαζί μέ τόν ἀδε­­λφό του Με­θό­διο σέ εἰδική ἀπό­στο­λη στούς Χαζάρους γιά νά ἀντι­κρούση τίς ἰου­δαϊ­κές δο­ξα­σίες καί νά τούς κάνει Χρι­στια­νούς. Ἀπό τό 855 ἦταν δι­δάσκα­λος Φι­λο­­σο­φίας στήν Σχολή τῆς Μα­γ­­ναύ­­ρας. Τό ὄνομα Κύ­ριλ­λος τό ἔλα­βε λίγο πρίν πε­θάνει, ὡς μοναχός.

[8]Μεθόδιος ἦταν ἀδελφός τοῦ Κωνσταντίνου - Κυρίλλου. Τό πραγ­μα­τικό του ὄνομα ἦταν Μιχαήλ καί μετονομάσθηκε ὅταν ἔγινε μοναχός στόν Ὄλυ­μπο τῆς Μυσίας. Ἐπίσης διετέλεσε διοικητής Θεσσαλίας. Ἀκο­λούθησε τόν ἀδελφό του στήν ἀποστολή πρός τούς Χαζάρους καί φυσι­κά στήν ἱεραπο­στο­λή τῆς Μοραβίας. Γράφοντας πρός τόν πάπα Ἰωάννη Η’, ὁ ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Σάλσμπουρκ Ἀλβίνος τόν ἀποκάλεσε «Grae­cus Methodius nomine», δηλαδή ξεκά­θα­ρα Ἕλληνα.

[9] Μαρία Νυσταζοπούλου - Πελεκίδου («Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθ­νους», Τόμος Η’ σελ. 93).

[10] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 103.

[11] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 69.

[12] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 104.

[13] Τό ζήτημα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶχε τίς ρίζες του στήν αἵρεσι τοῦ ἀρειανισμοῦ πού ἐπικράτησε κυρίως στά γερμανικά φύ­λα πού κυριάρχησαν στήν Δύσι. Τό 794 ὁ βασιλεύς τῶν Φράγκων Κά­ρο­λος Α’ (Καρλο­μάγνος) στήν Σύνοδο τῆς Φρανκφούρτης ἀπέρριψε τίς ἀ­ποφ­άσεις τῆς Ζ’ Οἰ­κου­με­­νικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας. Καί τό 809 στήν Σύ­νο­δο τοῦ Ἄαχεν ἐπέβα­λε τήν αἱρετική προθήκη «ex patre filioque» στό Σύ­μ­­­­βολο τῆς Πίστε­ως. Ἡ παπική ἐκ­κλησία, ἐξαρτώμενη ἀπό τούς Φρά­γ­κους, δέν τό υἱοθέτησε ἀλλά σιωπηρά τό ἀνέχθηκε. Τελικά θά τό ἐπι­βά­λη ὁρι­στι­κά στήν Ρώμη τό 1014 ὁ γερμανός βασιλεύς Ἐρρίκος Β’.

[14] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 45.

[15] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 98.

[16] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 155.

[17] βλπ. καί P. Lemerle «Ὁ Πρῶ­τος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 41 - 45.

[18] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας» σελ. 216.