ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β' Ο "ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΤΟΝΟΣ": Ο ΜΕΓΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

του Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ/Σ του Ε.ΠΟ.Κ.

Στίς 15 Δεκεμ­βρίου 1025 πέθανε σέ ἡλικία 69 ἐ­τῶν ὁ Αὐτοκράτορας Βασίλειος Β’, ἔχοντας ζήσει ὅλη του τήν ζωή ὡς ἁπλός στρατιώτης. Ἡ βα­σιλεία του διήρκεσε 49 χρό­­­νια. Ὑπῆρξε ἡ μα­­κρο­βιό­­τερη ἀλ­­λά καί ἡ ἐνδο­ξό­τε­ρη στήν ἱστο­ρία τῆς Αὐτοκρα­το­ρί­ας. Ἡ λεγο­μέ­νη «Βυζαντινή Ἐποποιία» θά ἀποκορυφωθῆ στήν ἐ­πο­χή του καί ἡ 50ετία του θά σηματοδοτήση τήν ἀνύψωσι τῆς Ἑλληνο-Χρι­στια­νικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς “Ρωμανίας” στό ἀπώ­γειο τῆς πο­λι­τικῆς καί στρα­τιω­τι­κῆς ἀκμῆς της.

Ἡ ἑλληνική καταγωγή του

Ὁ Βασίλειος Β’ ἦταν πρωτότοκος υἱός τοῦ Αὐτοκράτορος Ρω­μανοῦ Β’ καί τῆς λακώνισσας Αὐτοκράτειρας Ἀναστασίας - Θε­ο­φανούς.

Προπάππος του ἦταν ὁ Αὐτοκράτωρ Λέων ΣΤ’ ὁ Σο­φός. Τυπικά ὁ Λέων θεω­ρεῖ­ται υἱός τοῦ Βα­­­σιλείου Α’ πού γεννήθηκε στήν Χαριού­πο­λι τῆς Ἀνα­τολι­κῆς Θράκης. Τήν ἄποψι περί ἀρμε­νικῆς κα­τα­γω­γῆς τοῦ τελευ­ταίου, καθιέ­­ρω­σαν ἀρμένιοι ἱστορι­κοί, γε­γο­νός πού δέν κάνει τήν πηγή ἀπό­λυτα ἀξιό­πι­στη,[1] χωρίς καί νά τήν ἀποκλείη ἀφοῦ ἐπί Μαυρι­κίου ἔγινε ἐγκατά­στα­σις Ἀρ­με­νίων στήν Θράκη πού ἀφομοιώ­θη­καν πλή­­ρως ἀπό τό ἑλληνικό στοι­χεῖο τῆς περιοχῆς. Ἡ μητέρα του λεγόταν Παγκαλῶ καί ἀπό αὐ­­­τό τό, κατά τήν Αἰ­κ. Χριστοφιλοπούλου «καθαρά ἑλληνικό ὄνο­μα»[2] εἶναι ἐμ­φανές ὅτι ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς.[3] Ὁ Κ. Ἄμαντος ἐπι­βε­βαι­ώνει ὅτι «ἦτο Ἑλ­λη­­νίς».[4]

Ἐπικρατέστερη πάντως εἶναι ἡ θεωρία ὅτι ὁ Λέων ΣΤ’ ἦταν υἱός τοῦ Μιχαήλ Γ’ καί ὄχι τοῦ Βα­­­σιλείου Α’![5] Συνεπῶς ὁ Βα­σίλειος Β’ ἦλκε τήν καταγωγή ἀπό τήν ἐξ’ Ἀ­μο­­­ρίου (ἤ φρυγική) δυ­να­­στεία. Τό Ἀμόριο ἦταν ἡ γενέτειρα τοῦ Αἰσώπου καί οἱ Φρύγες (Βρύγες), λαός πε­λασγι­κῆς - πρω­­τοελληνικῆς προε­λεύ­σε­ως τῶν ὁποίων ἡ γλῶσσα ἦταν «πολύ συνδεδε­μέ­­νη μέ τήν ἑλ­λη­νική»[6] Ὁ ἐξελ­λη­νι­σμός τους ξεκίνησε στούς ἀρχαϊκούς χρόνους καί ἀφο­μοιώ­θηκαν πλή­­­ρως ἀπό τούς Ἕλληνες κατά τούς ἑλληνιστικούς χρόνους.

Ἡ μητέρα τοῦ Βασιλείου Β’ λεγόταν Ἀναστασῶ καί μετονομάσθηκε Θε­ο­φανῶ.  Ἐπρόκειτο γιά «κόρη τοῦ Κρατεροῦ, ἑνός πτωχοῦ ταβερνιάρη λα­κω­­νικῆς καταγωγῆς»,[7] ἡ ὁποία ἔφερε μαζί της «τήν ἀνεκτίμητη ἑλληνική ὀμορφιά της».[8] Γιά τήν ἑλληνική καταγωγή καί τήν ὀμορφιά της μι­λοῦν ὅλες οἱ ἱστορικές πηγές.[9]

Συνεπῶς ὁ Βασίλειος Β’: Ἀπό πατρός, εἶχε κα­­τά τό μέγιστο πο­σοστό ἑλλη­νογενή κα­τα­γω­γή. Ἀπό μητρός, εἶχε καθα­ρό­­αι­μη ἑλ­λη­νι­­κή - λακω­νι­κή κα­­­τα­γω­γή. Ἐν ὀλίγοις, ἦταν Ἕλλη­νας.

Ὁ χαρακτήρας καί ἡ μορφή του

Τό 976 πού ἀνέλαβε ὁ Βασίλειος Β’ ἦταν μόλις 18 ἐτῶν. Τά πρῶτα 13 δύσκολα χρόνια (976 - 989) καταστολῆς ἀλλεπαλλήλων στάσεων τῶν στρατηγῶν Βάρδα Φωκᾶ και Βάρδα Σκληροῦ, ἀπαλλαγής του ἀπό τόν εὐνοῦχο Βα­­­σίλειο Λα­κα­πη­νό, ἀλλά καί ἡ νεανική -πρώτη καί τελευ­τα­ία- ἧττα τῆς ζωῆς του κατόπιν προδοσίας στις Πύλες τοῦ Τραϊανοῦ, ἑδραίωσαν τήν ἐξου­σ­ία καί διαμόρφωσαν τόν χαρακτήρα του.

Τόν ὡρίμασαν καί τόν μεταμόρφωσαν σέ ἕναν ἐξαίρετο πο­­­λιτικό καί ἕναν ἰδιοφυῆ στρατιωτικό. Ἐξελίχθηκε κατά τόν Μι­χα­ήλ Ψελλό σέ ἄνθρω­πο «λιτοδίαιτο καί ἐνεργητικό στό ἔπα­κρο», ὁ ὁποῖος «μέ θέληση ἀδάμαστη δόθηκε στό καθῆκον».[10]

Ὅπως γράφει ὁ Ostrogorsky «Εἶχε χάσει πιά κάθε διάθεση γιά τίς ἀπο­λαύσεις τῆς ζωῆς, πού εἶχε γευθεῖ στή νεότητά του μέ ἀχα­λί­νωτο πάθος… Ὁ αὐτοκράτορας αὐτός ἔμεινε σέ ὅλη του τή ζωή ἀνύ­παντρος… Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του ἦταν ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ ἀσκη­­τῆ ἤ τοῦ πολεμιστῆ… Ὅλη του ἡ φιλοδοξία στράφηκε στήν αὔ­ξη­ση τῆς δυνάμεως τοῦ κράτους καί στόν ἀγώ­να ἐναντίον τῶν ἐ­ξω­­­τε­ρι­κῶν καί ἐσωτερικῶν ἐχθρῶν τῆς αὐτοκρα­το­ρίας».[11]

Ὁ Βασίλειος Β’ ἦταν καστανόξανθος, μέ γαλανά φωτεινά μά­τια, το­ξω­τά φρύδια, στρογγυλοπρόσωπος καί μᾶλλον κοντός ἀλ­λά πολύ ἀρρενωπός καί γεροδεμένος, μέ πα­ρά­­στημα ὑπερήφανο καί εὐθυτενές. Μία ὡραία περιγραφή του μᾶς ἄφησε ὁ Μιχαήλ Ψελλός: «Τά μά­­­τια του ἦταν γαλανά καί λαμπε­ρά καί τά φρύδια του μέ μία ἐλαφρή καμπύλη πού ἔδειχνε τήν πε­ρηφάνειά του. Τά μάτια του ἀκτινοβολοῦσαν ἀρρενωπό φῶς. Ὁλό­κλη­­ρο τό πρό­­­­σωπό του ἦταν σάν ἕνας τέλειος κύκλος σχεδια­σμέ­νος μέ δια­βή­τη καί στηρι­ζό­ταν πάνω στούς ὤμους του μέ ἕνα εὔ­ρωστο καί ἀρκε­τά μακρύ λαι­μό… Τό ἀνάστημά του ἦταν κά­τω ἀπό τό μέτρι­ο, ἀλ­λά ἀπόλυ­τα εὐθυ­τε­νές πάνω στ’ ἄλογο ὅμως ἦταν ἀσύγ­κρι­τος. Μέ τόν κο­ρμό του σάν προέκταση τῆς σέλας, θύμιζε τά ἀγάλματα πού οἱ με­γά­λοι γλύπτες ἔ­χουν φιλοτεχνήσει σ΄αὐτή τή στάση».

Ὡς ὁμιλητής «δέν φρόντιζε γιά τήν κομψότητα τοῦ λό­γου του… ἀλλά τό ὕ­φος τοῦ ἦταν κοφτό, μέ μικρές παύσεις ἀνά­μεσα στίς φρά­σεις». Εἶχε «γέλιο δυνατό πού ἔκανε ὅλο τό σώ­­μα του νά τρα­ντά­­ζεται» καί ὅταν σκεπτόταν συνήθιζε «νά στρι­φο­γυ­ρί­ζει κά­ποια τού­­­φα» ἀπό τά γένειά του. Συχνά ἔβαζε «τά χέ­ρια του στή μέση μέ τούς ἀγκῶνες ἀκοικτούς».[12]

Ὁ ἀήττητος Στρατηλάτης σέ Βορρᾶ, Ἀνατολή καί Δύσι

Ὡς στρατηγός, διέθετε ἐ­ξαι­ρε­τική τα­­κτική καί στρα­τη­γι­κή εὐ­­­­φυί­­α. Ἐφήρμο­σε ἀ­ρι­στοτε­χνι­κά μεθόδους κεραυνο­βό­­λου πο­λ­έ­μου καί ἐ­ξου­θε­νώ­σε­ως τοῦ ἀντιπάλου, τα­κτι­κές αἰφνι­δια­­σ­μοῦ καί νυ­κτε­­ρι­νῶν ἐ­πι­­χει­ρή­σε­ων, ἐ­πι­τυχεῖς ἐλιγ­μούς ὑπε­ρ­κε­ρά­σε­ως, ἀκόμη καί ψυ­χο­λογικό πόλεμο. Μετακι­νού­με­­νος μέ ἐκ­πλη­­κτι­­κή τα­χύ­­­τη­­τα ἀ­πό τό ἕνα μέ­­τωπο στό ἄλλο, ὑπῆρξε ἱκανό­­τα­τος στήν διε­ξα­γω­­γή δι­­με­τώπου ἀ­γῶ­νος.

Στόν πόλεμο κατά τῶν Βουλγάρων, τήν περίοδο 990 - 994 ἐφήρμοσε τήν στρα­τηγική τῆς ἐξου­θε­νώσεως τοῦ ἐχθροῦ, μέ ἀλλεπάλληλες αἰφνιδια­στι­κές ἐπι­θέσεις καί ἀναδιπλώσεις στά ὀχυρά.

Μέ τήν ἐξέγερσι τῶν Φατιμίδων τῆς Αἰγύ­π­του (994) συγκέντρωσε κε­ραυνοβόλα στρατιά, μέ ταχύτητα προ­ε­λά­σεως πού κά­λυ­πτε 100 μίλια τήν ἡμέρα! Μέ­σα σέ 16 ἡμέρες κατέφθασε στό Χαλέπι μέ 40.000 στρα­τό! Πρό­κειται γιά στρα­τιωτικό ἐπίτευγμα μοναδικό στά χρονικά. Ἡ ἐμφάνισις του αἰφνιδίασε τόσο τούς Φατιμί­δες, πού ἐτρά­πησαν σέ φυγή. Παράλληλα, τό 997 ὁ στρατηγός Νικη­φό­ρος Οὐρανός, κατά τήν μάχη τοῦ Σπερχειοῦ ἔσωσε τήν Ἑλλάδα ἀπό τήν βουλγαρική εἰσβολή συγκαταλε­γόμενος κατά τόν Gustave Schlumberger «μεταξύ τῶν σωτήρων τοῦ Ἑλλη­νι­σμοῦ».[13]

Διεξάγωντας διμέτωπο ἀγώνα και μετακινούμενος μέ ἐκπληκτική ταχύτητα ἀπό τό ἕνα με­τωπο στό ἄλλο, ὁ Ἕλλην Αὐτο­κρά­τωρ κατακτοῦσε τό ἕνα μετά τό ἄλλο, φρούρια καί κλεισοῦρες τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας ἀπό τούς Βουλγάρους τοῦ Σαμουήλ (998) καί παράλληλα μέ τήν συνήθη κεραυνοβόλα ταχύτητα διεξήγαγε δεύτερη ἐκστρατεία στήν Συρία (999-1001) με σαρωτικές νίκες (συριακή Λάρισα, Ἔμεσα, Και­­σά­ρεια τοῦ Φιλίπ­που, Ἄκρα, Ἡλιούπολι), κατόπιν ὑπέταξε τόν Καύκασο και ἵδρυσε τό Θέμα Ἰβηρίας!

Χωρίς ανάπαυλα, την περίοδο 1001 - 1004 διεξήγαγε σαρωτική ἐκ­σ­τρα­τεία κατά τῶν Βουλγάρων (Σερδική, Παραδουνάβιες περιοχές, Πλί­σκα, Με­γά­λη Πρε­σλάβα, Βέροια, Σέρβια, Κολυνδρό, Ἔδεσσα, Δορύστολον, Βιδίνιον, Σκόπια, Πέρνικον κ.α.), πέτυχαίνοντας νά ξεπεράση τίς κτήσεις τοῦ Ἰωάννου Α’ Τσι­μι­σκῆ.

Ἔκτοτε κάθε ἔτος προέβαινε σέ κεραυνο­βό­λες εἰσβο­λές στά βουλγα­ρικά ἐδά­φη καί κατέστρεφε τά πά­­­ντα στό πέρασμά του. Τό καταλυτικό κτύπημα ἦλθε στίς 29 Ἰουλίου 1014 μέ τήν θρυλική μάχη τοῦ Κλει­δίου, στήν οποία μέ εὐρύ ὑπερκερωτικό ἑλιγμό τοῦ στρατηγοῦ Νικηφόρου Ξιφία συνέτριψε τούς Βουλγάρους καί χρη­σι­μο­ποι­ώντας πρακτική ψυχολο­γικοῦ πο­­­­λέ­μου διέταξε τήν τύφλωσι 7.000 ἕως 15.000 αἰχμα­λώ­­των, ἀφήνο­ντας ἀνά 100, ἕναν μονόφθαλμο γιά νά τούς καθοδηγῆ καί τούς ἄ­φη­­σε ἐλεύ­θερους![14] Ἡ μέθοδος ὁλοκληρωτικής κα­ταρ­­ρα­κώσεως τοῦ ἠθι­κοῦ τοῦ ἐχ­θροῦ ὑπῆρξε λίαν ἐπιτυχής ἀφοῦ μόλις ὁ Σαμουήλ ἀντίκρυσε τό θέαμα ὑπέστη καρδιακό ἐπεισόδιο καί πέθανε ἐντός δύο ἡμερών!

Τό 1018 συ­νέτριψε τελειωτικά κάθε βου­­λ­γα­ρική ἀντί­στα­­σι (Μοναστή­ριον, Πρίλα­πο, Με­­λέ­νικο, Ἄστυβο, Μόγλε­να, Ἔδεσ­­σα) καί εἰ­σῆλθε τρο­παι­οῦ­χος στήν ἕδρα τοῦ βουλ­γα­ρι­κοῦ κράτους, Ἀχρί­δα!

Το 1019 ὁ ἀήττητος Στρατηλάτης - Αὐ­­το­­κράτωρ ἐπανεντάσει ὅλη τήν Χε­ρσονήσο τοῦ Αἵμου στήν Αὐτοκρα­το­ρία γιά πρώτη φορά με­­τά τήν ἐγκατά­στα­σι τῶν Σλαύων τόν 6ο καί 7ο αἰώνα (κατάληψις Σιρμίου, ὑποταγή Σερβίας καί Κρο­α­τί­ας).

Παράλληλα, τό 1018 ἀποστέλλει τόν στρατηγό Βασίλειο Βοϊωάννη, ὁ ὁποίος στίς Κάννες Ἀπουλίας συντρίβει Νορμανδούς καί Λομβαρδούς ἀποκαθιστώντας κατά τόν Char­les Di­­ehl «τό βυζαντινό γόητρο ἀπό τό Ρέτζιο καί τό Μπάρι μέχρι τίς πύλες τοῦ παπικοῦ Κράτους» κάνοντας καί πάλι τήν Νότιο Ἰταλία «μία πραγμα­­­τι­­κή Μεγάλη Ἑλλάδα…».[15]

63χρονος πλέον, ὁ ἀκατάβλητος Αὐ­­το­­κράτωρ τό 1021 προχωράει σέ δεύ­­τερη ἐκστρατεία στόν Καύκασο. Νίκησε σέ ἐπανειλημμένες συγκ­ρού­σεις τίς δυ­νά­μεις τοῦ Giorgi καί ἐντός 3 μηνῶν καταλαμβάνει ὅλη τήν Ἀβα­σ­­γία (Γεωργία), ὑποτάσσει τήν Ἀρμενία καί τό ἀνεξάρτητο Βασ­που­­ρα­κάν «στήν Ἑλληνική Αὐτοκρατορία»[16], καί τό 1024 -ἕνα ἔτος πρό τοῦ θανάτου του- ἐπιδράμει στό Θέμα Δαλματίας

“Ἡγε­τ­ική φυ­­σιο­γνω­μία καί ἀλη­θι­­νά μεγάλος πο­λι­­τι­­κός”

Δέν ὑπάρχει ἄλλο πα­ρά­δει­γμα Αὐτοκράτορος πού νά ἀντι­με­­­τώ­πισε νικη­φόρα τόσους ἐχ­θ­ρούς: Βούλγαρους στόν βορρᾶ, Ἄρα­βες στήν Ἀνα­το­λή, Σαρα­κη­νούς καί Νορμανδούς στήν Δύσι, Ἴβη­ρες καί Ἄβασγους στόν Καύ­­­κασο, στασιαστές στό ἐσωτερικό.

Ὁ στρατός -τόν ὁποῖο ἀνα­διοργάνωσε προσωπικά- τόν λάτ­ρευ­­ε καί ἐκεί­­νος ἔθετε πάντα ὑπό τήν προ­στα­σία του τά παιδιά τῶν πε­σό­ντων. Πο­λε­μώντας πάντα στήν πρώτη γραμ­μή, ἀπεχθανόταν τίς πολυτέλειες καί φορούσε πά­ντα τήν στρα­­τιωτική του στολή.

Διακρί­θη­­­­κε ὅμως κατά τόν Georg Ostrogorsky καί «ὡς ἡγε­τ­ική φυ­­σιο­γνω­μία καί ὡς ἀλη­θι­­νά μεγάλος πο­λι­­τι­­κός».[17]

Ἱκανότατος διπλωμάτης πέτυχε μέ εἰ­ρη­­­νι­κά μέσα:

-Tόν ἐκχριστιανισμό τῆς Ρωσίας: Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία ὀργανώθηκε ἀπό Ἕλληνες Μητροπο­λί­τες καί τελοῦσε ὑπό τήν ἐξά­ρτησι τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντι­νου­πόλεως καί τήν πολιτική σφαίρα ἐπιρροῆς τῆς Αὐτοκρατο­ρί­ας. Κατά τόν Alphonse Couret: «Ἡ Ρωσία ἔγινε ὁ ἐνδιάμεσος στα­θμός μεταξύ τῆς Σκανδιναυίας καί τῆς Ἑλλάδος (entre la Grece et la Sca­n­­dinavie)».[18] Ὅπως γρά­­φει ὁ Νι­κό­λαος Οἰκονομί­δης: «Μέ τόν ἐκ­χριστιανισμό τῶν Ρῶς, κορυ­φώ­θηκε ἡ πολιτιστική ἀκτι­νο­βο­λία τοῦ Βυζαντίου»[19]

- Τήν συμμαχία τῆς Βε­­­νε­τίας: Διαβλέπωντας ὁ Βα­σί­λειος Β’ τήν στρα­τηγι­κή ἀξία τοῦ ἀναπτυσσόμενου στόλου της, τό 992 φρόντισε νά τῆς παραχωρήση εἰ­δικά ἐμπορικά προ­νό­μια. Ἡ διπλωματική κίνη­σις ὑπῆρξε ἄκρως ἐπιτυχημένη διότι πρά­γματι, ἡ πρωτεύουσα τοῦ Θέ­μα­­τος Λογγι­βα­ρδίας Βάρις (Ba­ri) σώθηκε τό 1003 - 1004 ἀπό πο­λιο­­­ρκία τῶν Σα­ρα­κηνῶν χάρις στήν ἐπέμ­βασι τοῦ Ἑνετικοῦ στό­λου.

- Tήν προσχώρησι τῆς Σερβίας καί τῆς Κροατίας καί τήν κυ­ρι­α­ρχία τῆς Δαλματίας.

Μέ τό ἐπινίκιο προσκύνημα στήν Ἀθήνα μετά τήν συντριβή τῶν Βουλγάρων, ἀνῆλθε στόν Παρθενώνα, ὅπου πλέον βρισκόταν ἐνσω­μα­τω­με­νη ἡ Ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας, ἀντικα­τα­στά­τριας τῆς Ἀθηνᾶς Παλλάδος. Ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες προσέφεραν κα­τά τίς νίκες τους ἀ­­να­­­θήματα στήν Παλλάδα, ἔτσι καί αὐτός συμ­βο­λικά, ὅπως γρά­­φει ὁ Ἰωάννης Σκυλίτζης «τή Θεοτόκω τά τῆς νί­κης εὐχαρι­στή­­­ρια δούς καί ἀναθήμασι λαμπροῖς καί πολυτέ­λεσι κο­σμήσας τόν ναό».

Ἡ ἐπίσκεψις ἐκείνη εἶχε κορυφαία συμ­βο­­λική καί πολιτική σημασία. Συμπίπτει μέ ἐ­ποχή κατά τήν ὁποία «τό λαμπρό ἀθη­ναϊκό παρελθόν πού δέν ἔπαψε νά ζῆ στήν συνείδηση κάθε καλλιεργημένου βυζαντινοῦ καί μετά τήν ὁριστική λήξη τῆς εἰκονομαχίας (843) ἔπαιρνε ὅλο καί μεγαλύτερη θέση…».[20]

Ὅπως γρά­φει ὁ Gu­sta­ve Schlumberger: «Ἤθελε νά πανη­γυ­­ρί­ση ἐπί τῆς Ἀκροπόλεως τόν θρίαμβόν του καί νά τελέση εὐλα­βές προ­σκή­νυμα εἰς τήν ἑστίαν τοῦ ἀρ­χαί­ου Ἑλληνισμοῦ, πρίν ἤ ἐπι­στρέ­ψη εἰς τήν Κωνσταντινού­πο­λιν, τήν πρω­τεύ­ου­σαν τοῦ νεω­τέ­ρου Ἑλληνισμοῦ…».[21]

Ὀρθῶς λοιπόν συλλαμβάνει ὁ Κώστας Κυ­ρια­ζῆς τήν στιγμή πού ὁ Αὐτοκράτορας: «μέ δύναμη πάτησε τό χῶμα πού πα­­τού­σανε κά­ποτε οἱ ἱερο­φά­ντηδες τῆς Ἀθηνᾶς. Ρωμιός ἦταν ἐκεῖνος, κληρονό­μος τῶν Ἑλλή­νων. Τούτη τή στιγμή τήν ἔνιωθε περισ­σό­­τερο ἀπό ποτές. Πρόγονοι δι­κοί του, ἴδια φάρα, ἴδια φυλή, αὐτοί πού χτί­σανε τόν Παρθενώ­να».[22]

Ἄφη­σε μία πανίσχυρη οἰ­κο­­­­νο­μία πού δια­σφάλισε 50ετή εὐ­ημε­ρί­α. Ὅταν πέθανε τά θησαυροφυλάκια τοῦ Κράτους ἦσαν πλήρη, ἐνῶ οἱ ἐξα­γωγές ἦσαν πολλαπλάσιες ἀπό τίς εἰσαγωγές.

Ὑπῆρξε ἐπίσης, κατά τήν Ju­dith Her­­­­rin «πάτρωνας τῆς τέχνης καί τῶν γραμμάτων καί προ­στά­της τῶν φτωχῶν»[23], ἀφοῦ μέ ἐντολή του ἐξεδόθη τότε ἐξαίσιο «Μη­­­νολόγιον», ἀποτέλε­σμα ἐρ­γασίας 8 ζωγράφων, ἀντίγρα­φο τοῦ ὁποί­ου διεσώθη στά λατινικά ὡς «Menologiun Graecorum, jussu Ba­si­lii imperatoris Graec» (Μηνολόγιον Ἑλλήνων, τή ἐντολή Βασι­λεί­ου, Ἕλλη­νος Αὐ­το­κράτορος).

Ἔλαβε μέτρα κοινωνι­κῆς πολιτι­κῆς πού προ­στά­τευαν τήν ἀγ­­ρο­­­τι­κή ἰδιοκτησία. Ὅπως γράφει ὁ Ι. Καραγιαννόπουλος, κατά τίς ἐκστρατεῖες του «εἶχε κάθε εὐκαιρία νά ἀντιληφθεῖ τό μέγεθος τῆς δύναμης τῶν μεγα­λογαιο­κτημόνων, τῶν Φωκάδων, τῶν Μαλεϊ­νῶν, τῶν Σκληρῶν, αὐτῶν πού ἐπιχεί­ρησαν μέ τά ὅπλα νά τοῦ διε­κ­δι­κήσουν τό θρόνο, καί εἶχε κάθε δυνατότητα νά δεχτεῖ τά παράπο­να καί τίς καταγγελίες τῶν ταπεινῶν μικροκαλλιεργητῶν, μέ τίς θυ­σίες τῶν ὁποίων πετύχαινε τίς νίκες του…».[24]

Μέ τήν περίφημη «Νε­­­­αρά» τοῦ 996 «Περί τῶν δυνατῶν τῶν ἀπό πενή­των ἐπκτωμέ­νων» κατή­ργη­­σε τήν 40ετή χρησικτησία καί ἐπανέφερε τήν γῆ στούς μι­κρο­ϊδιο­κτῆτες. Τό 1002 ἐξέλιξε τό «Ἄλλη­λέγ­γυον», μέ πλη­­­­­­ρω­­μή τῶν φό­ρων τῶν πτω­χῶν ἀ­­πό τούς με­γα­λο­γα­ιο­κτήμονες. Κα­τά τόν Μι­χα­ήλ Ψελ­λό, τήν «ἀρι­στο­κρα­τία καθαι­­ρέσας ἰσότι­μον πρός τάς ἄλ­λας κοι­νω­νι­κάς τά­ξεις κατέστησε…».

“Ἦταν καί ἔμεινε φαινόμενο μοναδικό”

Κατά τήν 50ετία τοῦ Βασιλείου Β’ ἀποκορυφώθηκε ἡ λεγομέ­νη «βυζα­ντι­νή ἐποποιία». Τό 1025 ἡ Ἑλληνο-Χριστιανική Αὐ­­το­κρα­τορία τῆς “Ρω­μανίας” βρισκόταν στό ἀπώγειο τῆς ἀκ­μῆς της:

Ἁπλωνόταν ἀπό τόν Δούναβη μέχρι τήν Κρήτη. Ἀπό τήν Καυ­­­κά­σια Ἰβηρία μέχρι τόν Εὐφράτη τῆς Συρίας. Ἀπό τίς δαλ­μα­­τικές ἀκτές μέχρι τά ὀροπέδια τῆς Ἀρ­με­νίας. Κατεῖχε τήν Κά­τω Ἰταλία, ἐνῶ ὁ Αὐτοκράτορας σχεδίαζε «ἐκτε­τα­μένη ἐκστρα­τεία γιά τήν ἐπανάκτηση τῆς Σι­­κε­λίας».[25] Εἶχε ὑπό τήν σφαίρα ἐ­πιρ­ρο­ῆς της τήν Ρωσία, τήν Σερβία, τήν Κροατία καί τήν Βενετία.

Ἐνῶ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος “Μακεδονo­μά­χος”, ἀφοῦ εἶναι ἐκεῖνος πού πρῶ­τος διέ­σω­­­­σε τήν ἑλλη­­νικότητα τῆς Μακεδονίας ἀπό τήν βουλγα­ρο­σλαυϊκή ἐπιβουλή. Ὅπως ἔγραψε ὁ F. Gregorovius: «Γνώ­ριζε ὅτι κατά­στρέ­φοντας τό Βουλγαρικό κράτος θά ἦταν ἀποφασιστι­κῆς σημασίας νίκη τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ (sieg des Griechen­tums) ἐπί τῶν Σλαύων».[26]

Ἡ -κα­τά τόν Charles Diehl- «ἑλληνική αὐτοκρατορία»[27], εἶναι τό ἰσ­χυ­­ρό­τερο καί πιό πολιτισμένο Κράτος τῆς Οἰ­κου­­­μένης. Γράφει ὁ G. Schlumberger «Οὐ­δέποτε ἀπό πολ­λῶν αἰώ­νων, ἀπό τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ καί τῆς ἐνδό­ξου βασιλείας τοῦ Ἡρα­κλείου, ἡ βυζαντινή αὐτοκρατορία ὑπῆρξε τόσον ἰσχυ­ρά».[28]

Παράλληλα, ὁ Βασίλειος Β’ ἄρχισε νά σχεδιάζη μία μεγάλη ἀμφίβια ἐκστρατεία γιά ἀνακατάληψι τῆς Σικελίας! Ἀρχικά ἀπέ­στειλε ἐκεῖ τόν “πρωτοσπαθάριο” Ὀρέστη γιά νά προλειάνη τό ἔδαφος. Ἐπεδίωκε ὅμως νά ἡγηθῆ ὁ ἴδιος. Δυστυχῶς δέν πρό­λα­βε νά πραγματοποιήση τό σχέδιό του.

Ὁ Βα­σί­λειος Β’ λοιπόν δικαιοῦται ἀναμφι­σ­βή­­τητα τόν χαρακτηρι­σ­μό τοῦ «Μέγα», ἴσως μάλιστα πε­­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό τόν Ἰου­στι­νιανό Α’[29].

Κατά τόν Steven Runciman «Ποτέ ἄλλοτε ἡ Αὐτοκρατορία, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἡρακλείου, δέν εἶχε τήν ἔκταση πού εἶχε στό τέ­λος τῆς βασιλείας τοῦ Βασιλείου καί ποτέ δέν εἶχε γνωρίσει τέτοια εὐη­με­ρία».[30] Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στήν συνείδησι τῶν Ἑλλήνων τοῦ 12ου αἰῶνος δύο ἐθεωροῦντο οἱ πραγματικά μεγάλοι: Ὁ Ἡρά­κ­λειος καί ὁ Βασίλειος Β’.

Ὁ Μιχαήλ Χωνιάτης ἔγραφε ἀργότερα στόν Αὐτοκράτορα τῆς Νι­καί­ας Θεόδωρο Α’ Λάσκαρι «οὐδένα τῶν βασιλέων τῶν ἐπί τῆς Πόλεως βασιλευσάντων ἰσοστάσιον σοί νομίζω, ἀλλ’ ἐν μέν νεωτέροις τόν μέγαν Βασίλειον τόν Βουλγαροκτόνον, ἐν δέ τοῖς ἀρχαιοτέροις τόν γενναῖον Ἡράκλειον. Οὗτοι γάρ μόνοι μέχρι μακροῦ τοῖς πολεμίους κατηγωνίσαντο καί τά μέγιστα τῶν ἐθνῶν δουλωσάμενοι ἀήττητοι διαμεμενήκασι».[31]

Τοῦτο ἐπιβεβαιώνει ὁ G. Ost­ro­go­rsky τονίζο­ντας: «Τά δύο αὐ­τά ὀνό­­ματα πού εἶναι χωρίς ἀμ­φι­βο­λία τά μεγαλύ­τε­ρα τῆς βυζαντινῆς ἱστο­ρίας, συμβολίζουν τήν ἡ­ρω­ϊ­κή ἐποχή τ­οῦ Βυ­ζα­ντίου, ἡ ὁποία ἄρ­χι­­σε μέ τόν πρῶτο καί ἔκ­λει­σε μέ τόν δεύτε­ρο».[32]

Ὅπως γράφει ὁ Henri Gregoire γιά τά προσόντα του «ἡ ἀκα­τά­λυτη ἀποφασιστικότητα τοῦ ἀφοσιωμένου ἡγεμόνα, ἡ στρατηγική ἑτοι­μότητα τοῦ ἀρχιστρατήγου καί ἡ σχολαστική ἀκρί­βει­α τοῦ ἐκ­παι­δευτῆ - λοχία, τό πρακτικό ταλέντο καί ἡ διορα­τι­κό­τη­τα τοῦ πο­λι­τικοῦ, ἡ φιλόπονη φροντίδα τοῦ κυβερνήτη καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ φυ­σική ἀντοχή ἑνός σώματος ἀκαταπόνητου ἀπό κού­ρα­ση καί στε­ρήσεις - ἦταν πάρα πολλά γιά νά βρεθοῦν ξανά συγ­κε­ντ­ρω­­μένα σέ ἕνα ἄτομο Ἦταν καί ἔμεινε φαινόμενο μοναδικό».[33]

Ὅπως ἔγραψε ὁ Gustave Sch­lumber­ger: «Μέ τόν θάνατον τοῦ Βασιλείου Βἐξέλιπεν μεγαλυτέρα καί ἐνδοξωτέρα φυσιογνωμία τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ».[34]

Ζήτησε νά ταφῆ χω­­ρίς πομπές, στόν ναό Ἁ­γί­­­ου Ἰωάν­νου τοῦ Θεολόγου στό προά­στιο Ἕβ­δομον τῆς Βασι­λεύ­­­­ουσας καί ὅπως ἔλεγε ἡ ἐπιγραφή τοῦ τά­φου του «οὐ γάρ τίς εἶδεν ἠρεμοῦν ἐμόν δόρυὁτέ στρατεύων ἀνδρικῶς πρός ἑσπέραν, ὁτέ πρός αὐτούς τούς ὅρους τούς τῆς ἔω, ἱστῶν τρό­παια πανταχοῦ γῆς μυρί­α».[35]

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Σαμουήλ τοῦ Ἀνί (12ος αἰ.) καί Στέφανος τοῦ Ταρῶν (11ος αἰ.).

[2] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 14.

[3] C. Toumanoff «Les dynasties de la Caucasie chretienne de l'Antiquite jusqu'au XIXe siecle: Tables genealogiques et chronologiques» σελ. 346, Ch. Settipani «Co­nti­­nuite des elites a Byzance durant les siecles obscurs. Les princes caucasiens et l'Empire du VIe au IXe siecle» σελ. 308, Ἐμμ. Καρακώστα «Ἡ Καταγωγή τῶν Βυ­ζαντινῶν Αὐτοκρατό­ρων» σελ. 31, Κ. Ἄμαντου «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κρά­τους», Τόμος πρῶτος, σελ. 438, Σάρ. Καργάκου «Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Κων­στα­ντινουπόλεως», Τόμος Δεύτερος σελ. 242.

[4] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 16.

[5] Ὁ  Μιχαήλ Γ’ εἶχε ἐρωμένη τήν Εὐδοκία Ἰγγερίνα, τήν ὁποία ἀνά­γκα­σε παρα­δό­ξως νά νυμ­φευθῆ τόν Βασίλειο Α’! Ποιοί λό­γοι μπορεῖ νά ἀνάγκασαν τόν βασιλέα νά ζητήση ἀπό τόν Βασί­λει­ο νά νυμφευθῆ τήν ἐρωμένη του; Ἡ μόνη ἐξήγησις εἶναι ὅτι ἡ Εὐδοκία ἦταν ἔγγυος ἀπό τόν Μιχαήλ Γ’ μέ τόν Λέοντα ΣΤ’ καί ἕνα “λευκός” γά­μος μέ τόν Βα­­σί­λειο Α’ θά συγκάλυπτε τό σκά­νδα­λο! Κατά τόν W. Tread­gold, ὁ Μιχαήλ συνέχισε νά ἔχη ἐρω­μέ­νη τήν “νυμφευμένη” Εὐ­δο­κία. («A History of the Byzantine State and Society» σελ. 453). Ὅταν γεννήθηκε ὁ Λέ­ων ΣΤ’, ὁ Μιχαήλ Γ’ ἑόρτα­σε τό γεγονός σάν νά ἦταν υἱός του, διεξάγωντας ἁρματοδρομίες! Ἀντιθέτως ὁ Βασίλειος Α’ τόν Λέοντα δέν τόν συμπά­θησε ποτέ, τόν κατη­γόρησε γιά συνο­μω­σία, τόν φυλάκισε γιά ἕνα διάστημα καί πρίν πεθά­νει ἰσχυρίσθηκε ὅτι ὁ Λέων εὐθυνόταν γιά τόν τραυ­μα­τι­σμό του! Ἐνδεικτικό εἶναι ὅτι μέ τήν ἐνθρόνισί του, ὁ Λέων ΣΤ’ πραγμα­το­ποίησε μεγάλη τελετή ἀνακομιδῆς τῶν λει­ψάνων τοῦ Μι­χα­ήλ Γ’ στούς Ἁγίους Ἀποστόλους, γεγονός πού τονί­ζει ἀκόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν ἐκδοχή νά τόν θεωροῦσε βιολογικό πατέρα του. Μέ τήν ἄποψι αὐτή συντάχθηκαν καί οἱ: G. Finlay («History of the Byza­nti­ne Empire from DCCXVI to MLVII» σελ. 306), J. B. Bury («Basil I’», Encyclo­paedia Britannica 11th ed. 1911), J. J. Norwich («Byzantium: The Apogee» σελ. 102), T. E. Gregory («A History of Byzantium» σελ. 225).

[6] Ro­ger D. Woo­dard «The Ancient Languages of Asia Minor» σελ. 72.

[7] «The Cambridge medieval history» Cambrιdge Univercity Press σελ. 67 - 68.

[8] George Η. Goodacre «A handbook of the coinage of the Byzantine Empi­re» σελ. 203.

[9] Charles Diehl «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Ε’ σελ. 812, Will Durant «The Story of Civilization: The age of Faith» σελ. 429, Diacre - Talbot - Sullivan «The History of Leo the Deacon: Byzantine Military Expansion in the Tenth Century» σελ. 99 - 100, Joseph Mc Cabe «The empresses of Consta­ntinople» σελ. 140, R. Hyslop «Varangian» σελ. 545.

[10] «Χρονογραφία» σελ. 69.

[11] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 187 - 188.

[12] «Χρονογραφία» σελ. 87 - 88.

[13] «Ἡ Βυζαντινή Ἐποποιϊα: Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος» σελ. 75.

[14] Πέραν τῆς ψυχολογικῆς ὑπῆρξε κίνησις σαφῶς πο­λιτι­κή ἀφοῦ ἡ ἐπι­βολή τῆς τυφλώσεως προβλεπόταν ἀπό τούς νό­­μους γιά τούς ἐνό­χους στάσεως κατά τῆς νομίμου αὐτοκρα­τορι­κῆς ἐ­ξου­­­σίας. Ἔτσι, κατεδείκνυε ὅτι ἡ Βουλγαρία ἐ­θε­ω­ρεῖτο κράτος ὑποτελές της Αὐ­τοκρατορίας καί ὄχι ἀνεξάρτητο ἐμπόλεμο κράτος. Ἑπομένως, κατά τόν Διονύσιο Ζακυθηνό μεταχειρίσθηκε τούς αἰχμαλώτους «οὐχί ὡς ἐμπολέμους ἀλλ’ ὡς στα­σια­στάς». («Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 441).

[15] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 55.

[16] Alfred Rambaud «L’ Empire Grec au X siècle» (1870).

[17] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτε­ρος σελ. 181.

[18] «La Russie contre l’Empire Grec». Ὅταν γράφει «Grece», ἐννοεῖ ὅλη τήν ἐπι­κράτεια τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.

[19] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Η’ σελ. 125

[20] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 172.

[21] «Ἡ Βυζαντινή Ἐποποιία: Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος» σελ. 149 - 150.

[22] «Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος».

[23] «Τί εἶναι τό Βυζάντιο» σελ. 314.

[24] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 165

[25] A. A. Vasiliev «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 395.

[26] «Geschichte der Stadt Athen im Mittelalter. Von der Zeit Justinians bis zur tür­ki­s­chen Eroberung», 1889.

[27] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 56.

[28] «Ἡ Βυζαντινή Ἐποποιία: Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος» σελ. 151.

[29] Θυμίζουμε ὅτι ὁ Ἰουστινιανός Α’ παρέμεινε ὅλη του τήν ζωή στήν Κων­­σταντινούπολι καί ὅλες οἱ κατακτήσεις του βασίσθηκαν στήν ἱκανό­τητα τῶν στρατηγῶν του, Βελισσαρίου καί Ναρσῆ.

[30] «Βυζαντινός Πολιτισμός» σελ. 56.

[31] «Τά Σω­ζόμενα» Τόμος Β’ σελ. 354.

[32] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος δεύτερος σελ. 197.

[33] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρ­α­το­ρίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 157.

[34] «Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος» σελ. 192. Βλπ. καί Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 261.

[35] Ἑρμηνεία: «Ποτέ κανείς δέν εἶδε νά ἠρεμῆ τό δικό μου δόρυ… ἄλλοτε ἐκστράτευα ἀνδρείως πρός βορρᾶ καί δύσι καί ἄλλοτε πρός τά ὄρη τῆς ἀνατολῆς, στήνωντας παντοῦ στήν γῆ χιλιάδες τρόπαια».